Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στην Πολιτεία του Maryland και ζέσταινε όλο και πιο πολύ καθώς οδηγούσαμε στους δρόμους της Βαλτιμόρης. Ζεστός Αύγουστος, υγρασία στα Ανατολικά. Έτσι για να έχεις εικόνα.
Είχαμε πάρει οδηγίες.
Εύκολο ακούστηκε. Και δεν θα φεύγαμε αν δεν βρίσκαμε το σπίτι. Δεν φεύγεις από την Βαλτιμόρη αν δεν περάσεις να δεις το σπίτι του Edgar Alan Poe. Το είχαμε υποσχεθεί. Ο καθένας στον εαυτό του. Κανείς δεν άκουσε τον άλλον.
Παρά τις ξεκάθαρες (;) οδηγίες, το σπίτι αρνιόταν να εμφανιστεί.
Βάλαμε το GPS. Το είχαμε από την αρχή. Το έδειχνε καθαρά. Τότε, γιατί δεν βρίσκαμε το σπίτι; Φαινόταν ότι ήταν μπροστά μας, αλλά δεν ήταν.
Κάναμε τον γύρο του τετραγώνου. Του ίδιου τετραγώνου που είχαμε κάνει πριν. Και πιο πριν. Και επίσης πιο πριν.
Ο Poe κρυβόταν. Μα τω Θεώ δεν ήθελε να εμφανιστεί.
Ανοίγαμε τον κύκλο που κάναμε και ψάχναμε άλλη είσοδο στον δρόμο.
Συναντούσαμε φοιτητές που σχολάγανε από την Ιατρική Σχολή εκεί κοντά. Αρκετούς από αυτούς και ατέλειωτες ερημιές.
Μέσα στο μεσημέρι η Βαλτιμόρη άχνιζε. Σα να ζούσε μόνο στις σκιές της.
Και κάποια στιγμή- φανερώθηκε. Σε έναν μικρό δρόμο- όχι κρυμμένο- αλλά χωρίς να βγαίνει στους παράλληλους, το τελευταίο σπίτι σε μια σειρά εργατικών κατοικιών. Σχεδόν αόρατο.
To “Edgar Allan Poe” ίσα που φαινόταν.
– Δυσκολευτήκαμε να σας βρούμε. Το είπαμε.
Ακούστηκε σαν κομπλιμέντο. Η κυρία που που στεκόταν στην υποδοχή σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε πίσω από τα μεγάλα κοκάλινα γυαλιά της. Πλατύ χαμόγελο.
–Δυσκολευτήκαμε να σας βρούμε. Το ξαναπείπαμε. Ένας μεγάλος ανεμιστήρας μας δρόσιζε όλους.
-Μα έτσι πρέπει. Δεν θα μπορούσε να μην έχει μυστήριο.
5 δολάρια η είσοδος. Στον επάνω όροφο είναι το δωμάτιό του.
Σα να άκουσα φτερούγισμα πουλιού. Αλλά μπορεί να ήταν και ο ανεμιστήρας. Σα να ένοιωσα ένα ρεύμα αέρα να με αγγίζει. Θα ήταν ο ανεμιστήρας.
Ο Πόε έζησε στο σπίτι (203 N.Amity Str.) από το 1833 -1835, μαζί με την θεία του, την γιαγιά και δυο ξαδέλφια. Εύκολα θα πίστευες ότι δεν έφυγε ποτέ από εκεί – ακόμη τριγυρίζει στην Βαλτιμόρη, στο τελευταίο σπίτι της ζωής του.
Γύρω μας μια Ποε-τική πλημμύρα από αντικείμενα.Σουβενίρ, κασκόλ, μαγικά καπέλα, γυαλιά διαβάσματος (λίγο Χάρι Πότερ;), πάνινες κούκλες Edgar, πλεξούδες από σκόρδα, πολλές μικρές μακάβριες χειροτεχνίες, κάρτες με αποσπάσματα από τις ιστορίες του, βιβλία και πολλά κοράκια. Μικρά, μεγάλα, ξύλινα, πάνινα, πλαστικά, κοράκια παπιέ-μασέ, καλαμάκια, κονκάρδες. Η μασκότ του καταστήματος. Δυσοίωνη και μυστηριώδης.
And said the raven Never More…. Αλλά more! more! θέλεις κι άλλο και θέλεις να φύγεις από εκεί τουλάχιστον με ένα κοράκι μαζί σου. Ίσως και δυο.
Ανεβαίνουμε.
Στριφογυριστή, ξύλινη σκάλα. Φυσικά τρίζει. Ανεβαίνει ένας – ένας. Και σκυφτός. Μας έχουν δώσει οδηγίες. Το ταβάνι είναι χαμηλό. Ένα μικρό δωμάτιο, ανάμεσα στο ισόγειο και την σοφίτα.
Κολλάω το πρόσωπό μου στο τζάμι της βιτρίνας. Χειρόγραφα, σημειώσεις, στίχοι. Το γραφείο του και η πένα του.
“Βλέπω” τις λέξεις να τρέχουν, να τρέμουν, να παίρνουν παράξενα σχήματα πάνω στο χαρτί. Η Πτώση του Οίκου των Άσερ, η … Ακούω ένα ψιθύρισμα, αλλά και πάλι μπορεί να είναι ο ανεμιστήρας.
Εκεί έγραφε και έγραφε και έγραφε για τον ανείπωτο τρόμο. Για τον τρομακτικό κόσμο. Τις βαριές ψυχές που δεν βρίσκουν γαλήνη. Για φρικιαστικά εγκλήματα και σαλεμένα μυαλά, για την Κόκκινη Πανούκλα, για τον Χρυσό Σκαραβαίο…και ρουφούσαμε τις σελίδες και τον φανταζόμασταν, μαυροφορεμένο και μοναχικό και βυθισμένο στις σκέψεις – τι σκέψεις θα ήταν αυτές;- ως την άκρη της λογικής, στα σύνορά της με κάτι άλλο, κάτι αλλόκοτο και απόκοσμο και σκοτεινό.
Ανεβαίνουμε κι άλλο. Πάντα σκυφτοί.
– Τι είπες;
– Δεν μίλησα.
Είναι στενά και σκιερά και σίγουρα πιο δροσερά από έξω.
Η σκάλα μας βγάζει στη σοφίτα. Όλα είναι τακτοποιημένα εκεί. Σα να έχει περάσει μόλις καμαριέρα. Το κρεβάτι, οι μπότες του, ψηλές και δερμάτινες, ένα μικρό κομοδίνο με μια κανάτα επάνω, ένα ακόμη μικρό γραφείο.
Πώς θα φαίνονταν οι νύχτες από εκεί; Πόσο, μέσα στη νύχτα θα έκαιγε η λάμπα. Ο αέρας θα λυσσομανούσε έξω στα γυμνά δέντρα, θα θέριζε. Ποιος θα τολμούσε να ξεμυτίσει;
Τώρα έξω οι κερασιές έχουν ανθίσει και δυο πιτσιρίκια από τις οικογένειες των Αφροαμερικανών που μάλλον ζουν στην ίδια σειρά σπιτιών λίγο πιο κάτω παίζουν με ξύλα από τα δέντρα. Θα ήταν που οι γονείς τούς είχαν κλείσει το Ίντερνετ.
Το Κοράκι πάλι. Νομίζω ότι με κοιτάει.
Το βλέπω στο μαύρο βλέμμα του και σε όλες τις τουριστικές εκδοχές του, στρατηγικά τοποθετημένες στην έξοδο (που κάνει και χρέη υποδοχής).
Το σκέφτομαι. Να πάρουμε μαζί μας ένα κατάμαυρο κοράκι, ενώ δεν έχουμε καλά καλά ξεκινήσει το ταξίδι. Και παίρνω τελικά μόνο μερικούς σελιδοδείκτες.
Η κυρία της υποδοχής τους βάζει σε έναν κίτρινο, στο χρώμα της ώχρας, φάκελο και καθώς μου το δίνει, μου λέει, πάντα με χαμόγελο.
–Είναι μυστήριο, είναι πάντα μυστήριο… λέει. Θα εννοούσε που δεν βρίσκεις εύκολα το σπίτι. Ή αυτό, που νοιώθαμε ότι κάτι ήταν εκεί, ήταν μαζί μας όλη την ώρα.