Η καλή μέρα, από το πρωϊ φαίνεται.
Και από την πρώτη σκηνή. Aπο την στιγμή που ο Βαγγέλης (Βαγγέλης Ευαγγελινός) κλείνει την πόρτα στον γείτονα και ο Φωκίων κλείνει το μάτι στον Οικονομίδη.
Σύνδεση με τα “προηγούμενα” δεν χρειάζεται για να εισπράξεις τη χαρά του Πρόστιμου, αλλά δεν πάει και χαμένη. Συγγένειες αναγνωρίσιμες με αυτό που η πιάτσα λέει οικονομίδιο σινεμά και όπου ο Φωκίων Μπόγρης γράφει τη δική του, oλοδική του, ιστορία.
>Fun fact : O Φωκίων ήταν ο Βαγγέλης της Μπαλάντας της Τρύπιας Kαρδιάς (ωραίος, τα έχουμε πει.) Τώρα έχει Βαγγέλη τον πρωταγωνιστή του στο Πρόστιμο.
Για τον Βαγγέλη λοιπόν τα πράγματα είναι ζόρικα.
Παλεύει να τα βγάλει πέρα, πουλώντας λίγο χόρτο εδώ και εκεί, αλλά ξεμένει από ρευστό και τον έχουν ψιλομυριστεί και οι ‘νοικοκυραίοι’ της πολυκατοικίας. Καλού-κακού και για να μην σκάσουν τα χειρότερα, πάει και μένει στης αδελφής του, η οποία συγκατοικεί όμως με τον Πέτρο, τον δικό της- έλα τον βρήκες!– είναι ο Στάθης Σταμουλακάτος!
Ο Βαγγέλης τώρα ψάχνει να βρει δουλειά κανονική, αλλά το σύστημα, ως γνωστόν, πουλάει μούρη ότι βοηθάει σε κάτι τέτοια, το αντίθετο, μια κλωτσιά κι έξω απ’ την πόρτα.
Ψάχνει, σκαλώνει, ρωτάει δεξιά κι αριστερά να βρει την άκρη- να’ σου η οικογένεια να προσφερθεί να βοηθήσει του στιλ «είσαι μέσα;» και “έλα αγόρι μου, πες και πάμε παρακάτω“.
Χτίζει ατμόσφαιρα ο Φωκίωνας, χτίζει το ένα επίπεδο πάνω στο άλλο, ανοίγει το θέμα του όμορφα και σιγά σιγά.
Και έχει μαζί του άσσους: Ο ένας, ο Βαγγέλης (Ευαγγελινός) με ψυχραιμία και ανησυχία ταυτόχρονα, με βλέμμα που μιλάει, σα να παρατηρεί από απόσταση όσα συμβαίνουν γύρω και την ίδια στιγμή με την ψυχή στο στόμα του στρυμωγμένου στα σχοινιά που του έχουν τελειώσει και τα κόλπα.
Ο άλλος άσσος, ο Πέτρος (Σταμουλακάτος) που δεν σηκώνει πολλά, δηλαδή δε σηκώνει τίποτε, βίαιη προσωπικότητα ο Πέτρος, θέλει να γίνεται το δικό του, χτυπιέται και ωρύεται και κάνει δουλειές με τον υπόκοσμο των νοτίων προαστίων (από Αργυρούπολη και κάτω, να υποθέσω), ενώ η μια δουλειά φέρνει την άλλη και χρειάζεται και ανανέωση προσωπικού. Ο Σταμουλακάτος δίνει ρέστα. One more time.
Ούτε ποζάρει λοιπόν, ούτε κραυγάζει το Πρόστιμο, ούτε σε φορτώνει πλάνα πόλη τη νύχτα (πάρε να’ χεις) ούτε πιάνει τον θεατή από τα μούτρα – πάμε να σου δείξω εγώ τι παίζει στο περιθώριο. Γιατί δεν κοιτάει εκεί.
Είναι από τις ιστορίες που τρέχουν δίπλα μας, σκηνές από το παράθυρο του “122”, μάντρες με σακατεμένα αμάξια, ένας καναπές ώσπου να ξημερώσει. Ασφυξία φουλ-τάιμ, δηλαδή. Και όλα αυτά με δράση, εναλλαγές, χιούμορ και όλα όσα κάνουν τις σκηνές να βράζουν υπόγεια -μαεστρία σκηνοθετική.
Αγαπημένη στιγμή – εκεί που ο Βαγγέλης αρχίζει και λέει στα παιδιά ιστορίες από τα παλιά (στιλ Blade Runner – I’ve seen places you people wouldn’t imagine) και θυμάται διάφορα σκηνικά, τα clubs U-Matic, Battery και άλλες φάσεις urban μυθολογίας και πραγματικότητας.