Διάβαζα την Μεσακτή. Στις πρώτες σελίδες, είδα το προφανές. Ότι κάποια βιβλία δεν τα ψάχνεις, σε βρίσκουν. Έτσι βρέθηκα στην Μεσακτή. Δίπλα μου, πάντα, σταθερά, hardcover όπως πρέπει, το Inherent Vice φυλαχτό. Τυχαίο;
Ένα βλέμμα πιο κει, η Ακτή, η δική μας. Κατά κάποιο τρόπο Μεσακτή. Στο Νοτιά γεμίζει σερφ. Τους σφυρίζει ο Νοτιάς (κλέφτικα) και ξετρυπώνουν από παντού στο κύμα. Για να το κλέψουν.
Η Μεσακτή του Μάκη Μαλαφέκα (μυθιστόρημα, εκδόσεις Μελάνι) – σερφάρει με σασπένς, με πλάγιες ματιές, με αέρα στα πανιά, με φίνα αντανακλαστικά, μεταξύ ποπ κουλτούρας και Ικαρίας, νέο-νουάρ και παραλίας, σαν Ξένος σε υπαρξιακά νερά (ο Κρόκος) όπου επιπλέουν λογής λογής λάιφ-στάιλ αντικείμενα σαν από «τρέντι» μουσειακή καταγραφή.
Και αν όλα αυτά σε κρατάνε στον αφρό, ο Μαλαφέκας κάνει βουτιές συνειδητές και σε πιο άγρια, βαθιά, νερά, στους χαρακτήρες και την εποχή. Σε ό, τι σε ρουφάει μέσα της και σε ό,τι σε σπρώχνει να φύγεις μακριά της. Χωρίς να χάνει το στιλ του και την περπατησιά του, την χαρά του και ό,τι άλλο αγαπάει – και αγαπάω – στην γραφή.
Τα καλύτερα διαβάσματα είναι κάτω απ΄τον ήλιο. Τα καλύτερα διαβάσματα, στη σκιά. Τα καλύτερα διαβάσματα τις μέρες και νύχτες του χειμώνα, νοτιάδες, βοριάδες, μποφώρ και θάλασσα-λάδι.
Αυτά από την Μεσακτή. Καλές θάλασσες.