Υπάρχει η αντίληψη ότι εμείς, οι της θάλασσας, δεν τα πάμε καλά με τα βουνά. Λάθος μεγάλο. Τα πάμε άριστα. Και όποιος μπει σε ψευτο-διλήμματα τύπου βουνό – ή – θάλασσα είναι άξιος της μοίρας του και πιόνι του συστήματος που μας θέλει διχασμένους.
Καθώς λοιπόν φέτος παρα-πήραμε τα βουνά (μέχρι που κλειστήκαμε μέσα) σκέφτηκα πως ένας απολογισμός κορφών δεν θα ήταν άσχημη ιδέα, αφού θα βγαίναμε και λίγο έξω.
Όποιος θέλει ας ακολουθήσει. This was my year in hiking:
Από τον Κιθαιρώνα, πολύ power βουνό ξεκινήσαμε, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος.
Τον Κιθαιρώνα της κιθάρας του Ορφέα, τον Κιθαιρώνα όπου βρέθηκε, από τον βοσκό, μωρό εγκαταλειμμένο, ο Οιδίποδας, τον Κιθαιρώνα όπου ζουν, χορεύουν, διασκεδάζουν, χαίρονται οι Ερινύες. Και εκείνο το Λιοντάρι που τρομοκρατούσε τα πλήθη και το τέλειωσε με συνοπτικές διαδικασίες ο Ηρακλής. Τόσο που να αναρωτιέται κανείς, ποιος έκανε το promo του βουνού στους κύκλους της Μυθολογίας – θα ζήλευε και ο Όλυμπος.
Επιστροφή στην δράση.
Φύσαγε εκείνη τη μέρα πολύ. Και είχε κρύο.
Δεν ήταν για πολύ. Και για να ήμαστε ειλικρινείς, περπατήσαμε, αλλά λίγο. Αγναντέψαμε από τα ύψη πάντως, άλλα βουνά, Γεράνια, όρος Πατέρα και Πάρνηθα.
Ήταν και ο Χρήστος μαζί (Εντός Αττικής, παντός καιρού) και έτσι ξέραμε τι βλέπουμε ενώ ακούγαμε τον αέρα να λυσσάει.
“Είμαστε πολύ ψηλά, κάνει πολύ κρύο“, ακούγομαι να λέω σε βίντεο-ντοκουμέντο.
–Κάτω από τα σύννεφα είναι τα Γεράνια…, ακούγεται να λέει ο Χ.
–Πελοπόννησο βλέπουμε; ρωτάει ο Β.
–Να αυτή είναι η ακτογραμμή της Αργολίδας, απαντάει ο Χ.
Εκεί μάθαμε ότι στο τέρμα της μύτης είναι το ακρωτήρι Μελαγκάβι και ο Κόλπος των Αλκυονίδων, η Μαυρολίμνη κλπ. Γιατί άλλο να βλέπεις, άλλο να ξέρεις τι βλέπεις;- σωστά;
Και κάποιος (τότε) ρώτησε: – Εκείνο τον καφέ, θα τον πιούμε;
Είχε όμως πάει ώρα για φαγητό και κατεβήκαμε στα Βίλια. Μεγάλη παρέα, η καλύτερη, – και έτσι κύλησε η μέρα στα πόδια του βουνού και η νύχτα επίσης και είπαμε θα ξαναπάμε.
Μια κουβέντα είναι αυτή. Μην κάνεις σχέδια, είναι η άλλη (κουβέντα) που ακολουθεί.
Σε ένα unexpected turn of events, να ‘μαι στα βουνά του Los Angeles – what happened? Where? Who?
Από τα Βίλια στα Hills, με λάσπες στα παπούτσια (πρέπει να΄χει βρέξει) ανηφορίζω στο Griffith Observatory με θέα ως τον Ωκεανό και φάτσα το Hollywood και την επιγραφή, την γνωστή αν-φας στον λόφο επάνω.
Ο κόσμος του θεάματος κοιτάει τ΄αστέρια και το Πλανητάριο, εξ΄ορισμού κάνει το ίδιο επίσης. Οι οπτικές γωνίες διαφέρουν. Αν διαφέρουν. Ίσως και να μην διαφέρουν πολύ. Όλους τους μαγνητίζει ο ουρανός.
Στ΄αστέρια, ο James Dean. Εκεί, στο Griffith, η προτομή του από την σκηνή του Επαναστάτη Χωρίς Αιτία (1955). Τόσες ταινίες έχουν γυριστεί εκεί, θρυλικό σημείο αναφοράς για την πόλη, αυτή είναι η πιο εμβληματική.
Περιμένω να βγάλω φωτογραφία, όλους εκείνους που βγάζουν φωτογραφία. Η ματαιότητα του κόσμου. Το να κρατήσεις τη στιγμή. Ο James Dean και οι selfies του σύμπαντος. Δεν βγάζω.
Αν αρχίσεις, δεν σταματάς. Συνεχίζεις. Παίρνεις τα βουνά. Eπόμενος σταθμός Malibu Mountains.
Η μέρα σήμερα είναι λίγο πιο ζεστή και κοντά στο μεσημέρι είναι ιδανικά για να χαθείς μέσα στα βουνά.
Έχουμε πάρει το TRW Loop Τrail και πάμε…Κάποιοι πάνε, κάποιοι έρχονται. Μια κάποια κίνηση στα ορεινά μονοπάτια. Τέτοια είναι τα μεγέθη όμως, που νοιώθεις ότι είσαι μόνος, με τους δικούς σου. Άπλα, θα έλεγα.
Ψηλά δέντρα και βλάστηση. Και δάση. Μικρές παρακάμψεις από αποφάσεις της στιγμής. Μετά από λίγο έχεις ξεχάσει την πόλη, τα αμάξια, τους μεγάλους δρόμους, το ότι πεινάς, το ότι βρίσκεσαι στην άλλη άκρη του κόσμου, και θυμάσαι ότι κάποιοι χαίρονται που είσαι εκεί ακόμη και αν έχουν φύγει. Που δεν έχουν φύγει. Είναι μαζί σου, όπου πας.
Dry Canyon Trail και Soltice Canyon. Ο κόσμος από ψηλά. Πάλι.
Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα, αλλά ο χειμώνας είναι όπως εδώ. Παίζει και δεν παίζει.
Έχουμε ανέβει ήδη ψηλά. Αρχίζει και φυσάει. Ένα σκούρο σύννεφο έρχεται από μακριά. Πρωτοχρονιά, λέμε. Τι να φέρνει ο χρόνος;
Η άλλη μέρα μας βρήκε στο Franklin Canyon Ranch.
Και είναι πλέον official – I was made for hiking.
Δεν έχω κουραστεί, συνεχίζω. Ρυθμός κανονικός, θέα πανοραμική. Διαδρομές για να διαλέξεις. Και ακόμη περισσότερα μονοπάτια για εξερεύνηση. Ο κόσμος μαθαίνει να ζει έξω όλο και περισσότερο. Μήπως γυρίσουμε κάποια στιγμή στα δάση. Όταν οι πόλεις σκεπαστούν με σκόνη και συναντιόμαστε φυλές στην έρημο, αναζητώντας κάποιο βουνό;
Σταματάμε εν τέλει το αμάξι κάπου χαμηλά, αφού έχουμε κάνει ζιγκ-ζαγκ και στροφές και στροφές ανάμεσα σε πάρκα και κρεμαστά σπίτια, στο Mulholland Drive του David Lynch, στην Χαμένη Λεωφόρο του David Lynch, κάτω από σκιές και πλατάνια (μάλλον) λες κι έχουν βγει από τα πιο όμορφα ελληνικά χωριά. Αλλά όλα, όλα όσα βλέπω, πιο μεγάλα.
Έχουμε φτάσει.
Το λένε και οι πινακίδες και τα επίσημα προτεινόμενα hastags γιατί ξέρουν ότι η θέα, η αναρρίχηση, το βουνό θα κλέψει την κάμερα του κινητού – παλιά θα σου έκλεβε την ψυχή.
Τώρα ξέρουν τα πάντα. Ξέρουν τις κινήσεις μας. Κάνω εγώ ότι δεν ξέρω. Κάνω ότι είμαι κομμάτι του φυσικού τοπίου.
Στο μεταξύ, σα να έχει ξεμείνει εκεί απο συναυλία των Grateful Dead, ένας τύπος έχει αράξει εκεί ψηλά. Και προσφέρεται να μας φωτογραφήσει. Πριν προλάβεις να τον ρωτήσεις για το γκρουπ, εξαφανίζεται. Ευτυχώς, μας έχει επιστρέψει το κινητό.
Γνωρίζεις, είναι η αλήθεια, κόσμο. Ακολουθούμε το μονοπάτι, στρίβουμε, ανεβαίνουμε. Χιτσκοκικά ύψη. Εντυπωσιακά canyons.
H πιο χορταστική εικόνα και η πιο πανοραμική θέα της Πόλης των Αγγέλων, που έχω αρχίσει πια να αναγνωρίζω όλο και πιο πολύ. Σημεία της και περιφέρειες. -Ρώτα. Μου έλεγε πάντα να ρωτάω η μάνα. Θα μπορούσα πάντα να ρωτάω πιο πολύ.
Οι μέρες περνούσαν, γυρίσαμε κι εμείς πίσω, στα μέρη μας. Οι συζητήσεις γι’ αυτήν την περίεργη, επίμονη γρίπη πύκνωναν. Στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, όπου περιμέναμε αρκετή ώρα, πρόσεξα κάποιους που φορούσαν μάσκες. Υπερβολικό, σκέφτηκα. Ιδέα δεν είχαμε.
Έχοντας βγει πια από το πρώτο, σαρωτικό lockdown, αφού είχαμε περάσει Πάσχα, χωρίς το Πάσχα και είχε έρθει το καλοκαίρι των αποστάσεων και κλεινόμασταν όλοι πιο πολύ – πήραμε πάλι τα βουνά. Στην Κρήτη.
Λασίθι, Παπαγιαννάδες, Ετιά, Άη Γιώργης, κι άλλοι Άγιοι, από την μια έβλεπες το ένα πέλαγος, από την άλλη το άλλο. Κρητικό και Λυβικό.
Το νησί, το χώμα, οι πέτρες, τα θυμάρια, τα σχίνα, τα αγριόχορτα, οι συκιές, τα αμπέλια, όλα τα αρώματα ανακατεμένα στον αέρα.
Μιλάς με θεούς, εδώ πάνω και με τα γεράκια. Μένουμε ακίνητοι και τα παρατηρήσουμε. Να κάνουν εκείνη την μεγαλοπρεπή, καρφωτή βουτιά τους και να αρπάζουν το θύμα τους, που κάρφωναν υπομονετικά για ώρα στον αέρα.
Σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Ξανανεβήκαμε λοιπόν την επόμενη μέρα. Και μετά ξανά.
Και αυτά τα βουνά, όρεξη να’ χεις, δεν σ’ αφήνουν, σε πάνε.
Και να μην στα πολυλογώ (πολλά λόγια) τις προάλλες είχαμε πάρει πάλι τα όρη. Τα δικά μας, εδώ τα κοντινά. Σε lockdown και φουλ κορονοϊό παντού, αν δεν είναι κάλεσμα αυτό, να ανέβεις στα βουνά, δεν ξέρω τι είναι.
Και η Φασκομηλιά πια ζει μέρες δόξας.
Hot spot για hiking νοτίων προαστίων και όχι μόνο, με την χάρη της να ταξιδεύει στα instagram βρέξει-χιονίσει.
Ο καιρός (όχι και τόσο πια) ασυνήθιστα ζεστός και ανηφορίζουμε, διαλέγοντας μία την μία, μία την άλλη διαδρομή. Θέα στα Λιμανάκια, στην Βάρκιζα, ως την Αγία Μαρίνα πεντακάθαρα – φαίνεται ανάγλυφο και το νησάκι. “Πιάτο” η Βουλιαγμένη και η Λίμνη της και ο Λαιμός και η μαρίνα και ό,τι άλλο θες. Πεύκα, θάμνοι, κορυφογραμμές, Ευκάλυπτοι ζωηροί. Ναι, εκεί πάνω.
Τις Κυριακές μαζεύει κόσμο, τις άλλες μέρες όχι πολύ. Απόδραση-εξπρές. Και σε δυο βήματα, σε άλλο τόπο.
Και μετά, λένε για μας, τους θαλασσινούς, πως δεν εκτιμάμε τα βουνά. Αστεία πράγματα. Ραντεβού στην επόμενη ανάβαση.