Από την Ιταλία είχε έρθει. Το είχε φέρει ο Νόνος από ένα από τα ταξίδια του εκεί. Το πιο ωραίο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Καταπράσινο, πλούσιο, παχύ και ψηλό. Σπαστό. Το κατεβάζαμε κάθε χρόνο από το πατάρι. Το στερεώναμε γερά στη μέση του. Απλώναμε τα κλαδιά του. Δέσποζε στο σαλόνι.
Κάθε χρόνο το δέντρο έχανε και από λίγα φύλλα, έπεφταν κάτω στο χαλί… – τον επόμενο χρόνο, κάτι σα να γινόταν και τα ξανάβρισκε.
Καταπράσινο πάλι, παχύ και πλούσιο. Ως το τέλος του.
Δεν έχασε την ομορφιά του, το ηθικό του, την χαρά του. Δεν το’ βαλε κάτω ποτέ. Αυτό το δέντρο σκόρπιζε αισιοδοξία. Και όλοι ήθελαν να είναι κοντά του. Και όταν έφυγε, πολλά χρόνια αργότερα, όλοι γι’ αυτό το δέντρο μιλούσαμε. Ακόμη και εκείνοι που δεν το είχαν ζήσει τις πιο παλιές μέρες, στις δόξες του.
Ο πατέρας έβαζε την κορυφή, ένα άλλο μικρό στολισμένο δεντράκι. Με την μάνα διαλέγαμε τα στολίδια. Και οι δυο με βοηθούσαν να στερεώσω καλά το φωτάκι κάτω στη βάση, ώστε να φωτίζει μέσα στη φάτνη, μικρή glam λεπτομέρεια, που έκανε πάντα εντύπωση.
Πολλά από τα στολίδια, τα είχε φέρε κι αυτά ο Νόνος από τα ταξίδια του στα καράβια και ήταν μοναδικά. Ένα αγγελάκι- κομψοτέχνημα που άρεσε πολύ στην Αντουανέττα, μαγικό, το βάζαμε πάντα ψηλά. Ένας ροδαλός μάγειρας, λίγο βαρύς, έπαιρνε θέση στρατηγικά ανάμεσα στα κλαδιά.
Οι μπάλες, ειδικά κάποιες από αυτές, με τα ψυχεδελικά τους σχέδια και τις καλειδοσκοπικές τους λάμψεις ήταν σα να έρχονταν από μια ονειρεμένη χώρα χρωμάτων και σχεδίων που υπήρχε, την ήξερα, ήταν στις ιστορίες του Τάκη.
Έμενε εκεί, στολισμένο, φωτισμένο όλες τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Έσπαγαν και μερικές μπάλες με το παιχνίδι μας. Τρέχαμε πάνω κάτω και ιδέα δεν είχαμε ότι εκείνο το δέντρο ήταν μοναδικό, δεν υπήρχε άλλο σαν κι αυτό. Και ότι θα μου έλειπε τόσο όταν θα είχε φύγει. Και ποτέ δεν μ’ ένοιαξε αν θα είχε δώρα από κάτω.
Είχα ακούσει την Αντουανέττα μια φορά να λέει για μένα «αυτό το παιδί δεν ζητάει τίποτε, ποτέ». Μα τι να ζητούσα; Τα είχα όλα. Την Αντουανέττα, τον Τάκη. Το δέντρο μου.