-Μα τι ωραίο όνομα!
Όλοι τής το έλεγαν. Τι ωραίο όνομα «Αντουανέττα».
Ιδέα του Νονού, έλεγε η μάνα.
Και πότε γιορτάζει; Του Αγίου Αντωνίου.
Τι ωραίο, ασυνήθιστο όνομα! Και το έκανε ακόμη πιο ωραίο και μοναδικό η Αντουανέττα.
Τέτοια μέρα, είχαμε γιορτή που λέτε.
Τραπέζι στο σπίτι. Τα έφτιαχνε όλα ακούραστα με χαρά και κέφι. Στρωνόταν ένα τραπέζι από την μια άκρη στην άλλη. Και όχι μόνο στην δική της γιορτή. Σε κάθε γιορτή. Ήταν γιορτή ό,τι και αν έκανε.
Είχε τις αγαπημένες της συνταγές και άλλες πολλές. «Σουφλέ της Σούλας», «Μελομακάρονα Κικής», «Μπακλαβάς Ματίνας», γραμμένες με στρωτά, καλλιγραφικά γράμματα σε ένα τετράδιο, που εγώ στις πίσω σελίδες ζωγράφιζα σπιτάκια και δεντράκια.
-Μαράκι, να ρωτάς. Να ζητάς να μάθεις, έλεγε η μάνα. Ποτέ δεν έλεγε ότι το δικό της ήταν το καλύτερο. Μάθαινε, μας μάθαινε.
Και τα μπριοσάκια από του Βάρσου. Τα έφερνε ο Τάκης. Και τα έφτιαχνε η Αντουανέττα μαγικά. Στολισμένα και αυτά στο τραπέζι.
Και εκείνα τα τραπέζια που λέτε, τα γιορτινά, τα χαρούμενα, τα αξέχαστα, δεν σταμάτησε να τα κάνει και όταν δεν μπορούσε πια να τα ετοιμάζει η ίδια . Έφτιαχνε την σπέσιαλ μαγιονέζα μόνη της όμως. Και την απίστευτη ταραμοσαλάτα επίσης. Και τα ετοίμαζε ο Τάκης, βοηθούσα κι εγώ και μετά η Μιμόζα με κέφι και εκείνη που δεν κουραζόταν ποτέ. Μαζί με την Αντουανέττα. Που δοκίμαζε και έλεγε, αν ήθελε λιγάκι ακόμη ψήσιμο.
Και ερχόταν πάλι κόσμος και φίλοι και πιο πολύ χαιρόταν εκείνη. Και ήταν πάλι, ασυζητητί το τραπέζι της Αντουανέττας.
Από όπου δεν ήθελε να φύγει κανείς, όλοι περνούσαμε τέλεια. Η Αντουανέττα χαιρόταν να δίνει, να προσφέρει, να μοιράζεται. Να χαρίζει. Και αν δεν το είχες καταλάβει, στο έλεγε το χαμόγελο. Το γέλιο από την καρδιά της.
Και έτσι και την γνώριζες – αυτό θέλω να σου πω – το τελευταίο που θα πρόσεχες θα ήταν το όνομά της.
Τόσο ωραίο όνομα και ήταν το λιγότερο ωραίο από όσα είχε πάνω της η μοναδική Αντουανέττα.