Το λένε «Λαβύρινθο» και έχουν όλους τους καλούς λόγους να το λένε έτσι. Γιατί είναι λαβύρινθος. Μόλις μετά από λίγα βήματα μέσα εκεί, είχα χάσει τους άλλους. Γύρισα πίσω. Πουθενά, κανείς. Ήμουν μόνη μέσα στον λαβύρινθο. Αλλά δεν ανησυχούσα γιατί, τι θα μπορούσε να συμβεί μέσα σε έναν λαβύρινθο φτιαγμένο όλο από βιβλία;
Είναι η πρώτη φορά που λέω την ιστορία και ίσως δεν θα την έλεγα κιόλας αν δεν είχα διαβάσει, πολύ καιρό αργότερα, ότι το The Last Bookstore με τα 22.000 τ.μ του στo 453 της South Spring Street του downtown Los Angeles, είναι γνωστό στοιχειωμένο σημείο. Το ξέρουν όλοι. Ένα από τα πιο γνωστά haunted places του LA. Κάτι που, αν το ήξερα από την αρχή, θα το είχα ψάξει αλλιώς.
Και ενώ στο Τελευταίο Βιβλιοπωλείο στον κόσμο (μπορεί όχι το τελευταίο, αλλά από τα πιο μεγάλα και εντυπωσιακά με καινούργια και second hand βιβλία, δίσκους, μικρές γκαλερί και gift shops) κυκλοφορούσε κόσμος πάνω κάτω δεξιά αριστερά, στις ευρύχωρες ξύλινες σκάλες, στις ανοιχτές ατέλειωτες αίθουσες, στις ψηλοτάβανα σαλόνια του… ήταν σα να είχαν εξαφανιστεί όλοι.
Περπατούσα στον λαβύρινθο των βιβλίων χωρίς ψυχή κοντά και όμως άκουγα ψιθύρους. Από κάπου δίπλα θα έρχονται, φαντάστηκα.
Ακολούθησα έναν διάδρομο και μετά έναν άλλο και μετά έναν άλλον. Ήταν ένα βιβλίο πεσμένο κάτω… The Book Of Disquiet του Fernando Pessoa. Πλησίασα πιο κοντά να δω. Και τότε ξαφνικά άνοιξε στη μέση και έκλεισε. Μόνο του.
Οκ! Κάποιος κάνει κόλπα με τον λαβύρινθο. Επόμενος διάδρομος…Ιστορία. Ο φωτισμός πιο διακριτικός. Και πάλι λέω ότι είναι η ιδέα μου, αλλά ακούγονται μεταλλικοί ήχοι από σπαθιά. Και ένα απότομο φρενάρισμα από τον δρόμο. Πάντα κάτι τρέχει έξω στους δρόμους. Σειρήνες.
Θαυμάζω τον χώρο, το πώς είναι τοποθετημένα τα βιβλία, καινούργια και μεταχειρισμένα, κατά χρώμα μερικά και άλλα κατά μέγεθος. Σε τοίχους που υψώνονται από το πάτωμα ως την πανύψηλη οροφή του. Δερμάτινοι καναπέδες, ανοιχτά φουαγέ. Ξύλινες κουπαστές , περιστρεφόμενες σκάλες. Παλιά ήταν Τράπεζα εκεί. Κάποιες συναλλαγές θα έμειναν στη μέση. Κάποιος θα έχασε λεφτά, κάποιος άλλος το σπίτι του. Κάποιος δερματόδετος τόμος θα έπεσε σε κεφάλι τραπεζίτη.
Μου κάνει εντύπωση πώς στέκονται μερικά βιβλία και δεν πέφτουν.
Σαν να υπάρχουν αόρατοι τοίχοι που τα στηρίζουν και αόρατοι βιβλιόφιλοι τα κρατάνε στη θέση τους και κάπου-κάπου πετάνε βιβλία ο ένας στον άλλο. Γιατί βλέπεις βιβλία στον αέρα. Συμβαίνουν πολλά. Και μετά, είναι εκείνο το περίφημο τούνελ. Σελίδες σασπένς, σαρωτικές αναγνώσεις, ησυχία. Μικρά φωτάκια ανάμεσα στις ράχες τους.
_ Για David Foster Wallace…που να κοιτάξω;
_ Θα πρέπει να ανέβετε εκεί. Μού δείχνει.
_Μα, από εκεί κατεβαίνει, λέω στον υπάλληλο, που έχει γίνει ήδη καπνός.
Και τότε ακούω εκείνο το ψιτ, ψιτ!
_ Εδώ είμαι!
Κανείς… και Ψιτ, εδώ.
Δεν θα πω τίποτε σε κανέναν. Αλλά άκουσα (έτσι μού φάνηκε!) τον David Foster Wallace να με φωνάζει από το Dungeon Dungeon – το τμήμα των comics του Last Book Store. Βραχνή, παιχνιδιάρικη, γάργαρη φωνή.
Μα εδώ είναι τα κόμικς. Φανταστικές εκδόσεις….Τρελά εξώφυλλα. «Κολλάω» στην Ιστορία του hip hop σε κόμικς, και μετά στις περιπέτειες του Silver Surfer, τα παίρνω στα χέρια μου, ξεφυλλίζω. Θέλω να επενδύσω χρήμα (αν είχα) σε συναρπαστικές εκδόσεις, να τα πάρω όλα στο σπίτι Έχω ξεχαστεί ανάμεσα σε ιλουστρέ εξώφυλλα και εξωγήινα σχέδια.
Και κάπου εκεί, ακούω τον υπάλληλο με καρτελάκι Dungeon Dungeon στο πέτο του, να γκρινιάζει στον συνάδελφο δίπλα… «Παίρνουν τα βιβλία και τα αφήνουν μετά όπου να’ ναι…» Μαντέψτε τι κρατούσε στα χέρια του. Infinite Jest. David Foster Wallace.
Μικρή ανατριχίλα, την ένοιωσα. Έκανα ότι ξεφύλλιζα τον Δρόμο του Kerouac σε κόμικς για λίγα λεπτά ακόμη και πήγα και χώθηκα στη γωνιά με τα βινύλια. Comfort Zone.
Όλοι, λέει, το ξέρουν. Ότι ζουν φαντάσματα στο Last Bookstore. Άλλα μένουν εκεί, άλλα περνάνε από εκεί για λίγο, άλλα, λέει, τα φέρνεις εσύ μαζί σου. Άντε βρες. Και πολύς κόσμος έχει ιστορίες να πει. Είπα κι εγώ τη δική μου.