Ας μιλήσουμε για ταινίες. Βασικά για τρεις ταινίες. Ουσιαστικά για μια ταινία. Αυτή που όταν την είδα, ήξερα – και ευθαρσώς το είπα – ότι είναι η καλύτερη φετινή μου ταινία – τελεία. Και εννοώ Τα Πνεύματα Του Ινισέριν. The Banshees of Inisherin .
Την βάζω απέναντι και πολύ πιο ψηλά από τις δυο άλλες ταινίες που βάζω ψηλά επίσης.
Το Tar και το Everything Everywhere All At Once, που με τις πτυχές τους, τις καταδύσεις, τις μαεστρικές κινήσεις, τις ακροβατικές κοινωνικές τοποθετήσεις, τις χαοτικές ομορφιές τους λένε πολλά στο καλό, δυνατό, σύγχρονο σινεμά.
Αλλά πάμε πίσω στην Ιρλανδία. Εδώ που γίνονται μαγικά πράγματα. Στον ορίζοντα και στο ανοιχτό τοπίο και βαθιά μέσα στις ψυχές. Δεν ξέρω και αν ο Μartin McDonagh το είχε σχεδιάσει έτσι από την αρχή ή αν μπήκαν τα Πνεύματα στη μέση και έβαλαν το χεράκι τους.
Ο τόπος άλλωστε μιλάει. Ο τόπος είναι λαλίστατος, όπως και οι σιωπές. Αυτές και αν μιλάνε! Μιλάνε με γυρισμένη την πλάτη στον κόσμο, ακουμπισμένες στην ξύλινη μπάρα της παμπ. Με το μαύρο – της Γκίνες – το χιούμορ. Εκεί που γελάς με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει άραγε κανείς;
Στο κωμικό, το τραγικό και το μακάβριο, δεμένα μαζί αυτά με υπαρξιακή κορδέλα.
Σε ένα λοιπόν μικρό νησί που θα το λένε Ινισέριν έξω κάπου από τις ακτές της Ιρλανδίας, το 1923 στο τέλος του Ιρλανδέζικου εμφύλιου – δυο φίλοι. Φίλοι, μέχρι που αρχίζει η ταινία.
Και έτσι ξαφνικά, ο ένας, ο Colm αποφασίζει να κόψει με τον άλλον και να μην μιλάνε πια.
Ο Pádraic, o άλλος, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί. Αφού ήταν κολλητοί. Και είναι καλός, όλοι τον συμπαθούν, a nice guy -πού το κακό μ΄αυτό; Όμως είναι και λίγο βαρετός για τον Colm και o Colm δεν θέλει να περάσει όλη του τη ζωή πίνοντας στην παμπ με τον Pádraic, θέλει να παίζει τη μουσική, η μουσική θα μείνει. Ο Pádraic προσπαθεί να καταλάβει, δεν θέλει να χάσει τον φίλο του και να μην ξέρει και γιατί.
Και τα πνεύματα του Ινισέριν χορεύουν. Πάνω στο νησί, απέναντι από τον πόλεμο. Πάνω σε αδιέξοδα, σε μέρες που περνάνε και πράγματα που γίνονται και δεν πάει το μυαλό σου.
Colin Farrell και Brendan Gleeson στέλνουν την ταινία ακόμη πιο ψηλά. Μέσα απο τους δυο βασικούς χαρακτήρες που απορούν, μπερδεύονται, χάνονται, φτάνουν στα άκρα, ισορροπούν, δεν έχουν να πουν και λένε. Το ζευγάρι της Μπρυζ (In Bruges, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του McDonagh) επιστρέφει. Στην Ιρλανδία αυτή τη φορά, στον τόπο τους. Σε αυτό το νησί απέναντι, όχι μακριά από την πραγματικότητα.
Έχει ο McDonagh κάποιο ‘κόλπο’ και βγάζει από τους ηθοποιούς του θαύματα – ή αν εκείνοι εμπνέονται και δίνουν αυτές τις ερμηνείες; Το ίδιο συμβαίνει και με τον Barry Keoghan, σπουδαίος και εδώ! Και με την Kerry Condon στο ρόλο της αδελφής του Pádraic. Άψογη όμως και η Jenny.
Έτσι είναι όλα μαζί. Η Ιρλανδέζικη ψυχή, το Μπεκετικό παράλογο, το τέλος και η αρχή, ο συνηθισμένος άνθρωπος, το να μην βολεύεσαι πουθενά. Το να φεύγεις, το να μένεις. Εκεί που βρέθηκες ή εκεί που πας.
Στο Tár τώρα ο «πόλεμος εντός» συνεχίζεται.
Γιατί κανείς δεν είναι τέλειος. Και στα όρια της σχεδόν – τελειότητας ακροβατεί η Lydia Tár. Είναι άξια, είναι μοναδική, η πρώτη γυναίκα μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Το κοινό υποκλίνεται, οι ειδικοί την παραδέχονται. Την συναντάμε στην αρχή να δίνει συνέντευξη για το βιβλίο της Tár on Tár. Μαεστρικά κάπως έχει οργανώσει και τη ζωή της, αλλά είναι μακριά από την «τελειότητα». Η Tar κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση.
Η καταπιεστική της συμπεριφορά, το πάθος και η αλαζονεία, η χειραγώγηση, τα ύψη και βάθη που βαθαίνουν συνεχώς πλάθονται σαν κονσέρτο από την ερμηνεία της Cate Blanchett. Δεν είναι η ταινία που περιγράφει την άνοδο και την πτώση, είναι οι σκιές, οι μεταπτώσεις και θολές γραμμές, τα θέματα που περίτεχνα ο Todd Field ανοίγει. Και η Blanchett εξασφαλίζει να φτάσουν με τον καλύτερο τρόπο στον θεατή.
Τα πάντα, όλα, όλα μαζί και παντού.
Το Everything Everywhere All At Once εμπίπτει στην κατηγορία «what’s not to love” ! Τα πάντα όλα, μην τα ξαναλέμε.
Στην αρχή λοιπόν είναι η Evelyn Quan, μετανάστης από την Κίνα στην Αμερική όπου έχουν με τον άντρα της, τον Waymond, πλυντήρια. Πλησιάζει γιορτή, Κινέζικη Πρωτοχρονιά και έρχεται επίσκεψη ο παππούς. Φτάνει και η κόρη με το κορίτσι της και καπάκι εντός ολίγου και η Εφορία, όπου χρωστάνε λεφτά.
Κάπου εκεί (ή και νωρίτερα αν θέλετε) αρχίζει το πάρτι. Υπερδυνάμεις και πολλαπλά σύμπαντα, υπαρξισμός και καράτε (το δεύτερο με κούρασε λίγο), κοινωνικό σχόλιο και μπέιγκελ, sci-fi και ενδοσυνεννόηση σε παράλληλες πραγματικότητες, animation και σουρεαλισμός να φαν’ κι οι κότες, σε μαξιμαλιστικό παροξυσμό και κρατήσου από τις χειρολαβές.
Απίθανη ως απίστευτη η Jamie Lee Curtis ως η κυρία της Εφορίας και η Michelle Yeoh (που έχει στα πάντα όλα, πρωταγωνιστικό ρόλο). Έκπληξη ο Κe Huy Quan (σύζυγος και υπερήρωας) που δεν είναι άλλος από τον μικρό –You Cheat Mister Jones, You Cheat! – στο πρώτο Indiana Jones του 1984 και που από τότε ελάχιστα είχε κάνει μπροστά από την κάμερα. Οι Daniels όμως (Daniel Kwan και Daniel Scheinert) είχαν πολλές καλές ιδέες. Και δεν τις τσιγκουνεύτηκαν.