Αγαπημένε Λουκιανέ,
Ελπίζω να είσαι καλά και να περνάς ωραία εκεί ψηλά.
Τα έμαθες, φαντάζομαι, τα νέα. Λοιπόν, ναι! Το κάναμε το πάρτυ. Και ήτανε κάτι μαγικό. Βεβαίως στον Λυκαβηττό – ξανάνοιξε το θέατρο. Τώρα τις προάλλες. Κι ανέβαιναν πολλοί, ήρθανε νέοι, ήρθαν και παλιοί, όπως το έλεγες κι εσύ. Και όπου γύρω μου κοιτούσα, όση ώρα τραγουδούσαν, έβλεπα φάτσες γελαστές…»
Πάρτυ κανονικό, Λουκιανίστικο, από αυτά που λες ότι δεν κάνουν πια τέτοια. Να όμως.
Όλοι στη σκηνή με τα τραγούδια σου. Ο Μανόλης Φάμελος να δίνει το σήμα και να ξεκινάει η γιορτή. Ο Φοίβος, ο Πάνος ο Μουζουράκης, η Πέννυ Μπαλτατζή, ο Δώρος Δημοσθένους, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, – ποιος ακόμη;- ο Θέμης Ανδρεάδης που είπε και από τα Μικροαστικά. Ήρθε ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης που είπε και πολύ ωραία τον Κομπέρ και η Νάντια Κοντογιώργη που έπιασε την Μαίρη Παναγιωταρά σε αρχή και κλείσιμο τραγουδιού για να ραπάρει μετά όλο το 24ωρο της Μαίρης κανονικά η ομάδα .
Εννοείται ότι ήταν και τα κορίτσια εκεί…Γλυκά, όμορφα, κούκλες. Και στα τραγούδια, με πολλή συγκίνηση. Η Γιασεμή και η Μαρία. Πρόλαβα μπαίνοντας στο θέατρο και είπα ένα γεια στη Γιασεμή και χάρηκα που την είδα. Λίγο πιο εκεί, στεκόταν ο Φοίβος και μίλαγε στις κάμερες… ήρθανε νωρίς στήσαν κάμερες πολλές. Να δεις σκέφτομαι τώρα μπορεί και να το δείξει η ΕΡΤ σε κανένα εορταστικό. Χριστούγεννα ας πούμε.
Είδα και την Άννα. Έλαμπε. Πώς αλλιώς θα ήταν! Α, είδα και τον Στέφανο από μακριά μέσα στον κόσμο. Θα σου πω σε άλλο γράμμα.
Θα σ’ άρεσε Λουκιανέ, που είχε αυτό το… μαζί ξανά η βραδιά.
Το ξαναβρίσκουμε λες; Μακάρι, γιατί αυτό έχουμε, ο ένας τον άλλον. Έτσι όπως πάει το τραγούδι: και περνούσ’ η ώρα και νιώθαμε κοντά – πιο κοντά, πιο κοντά, πιο κοντά.
Να, ας πούμε, θα ήταν καλύτερα να ήταν η σκηνή πιο κοντά. Είναι μεγάλη και είναι πιο πίσω πια. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα να γινόταν όπως το έκανες εσύ, δηλαδή η σκηνή να ήταν στην πλατεία κι εμείς γύρω γύρω, μαζί.
Αλλά ήταν πάρτυ, θέλω να πω.
‘Ήταν σαν μια μεγάλη παρέα που μοιραζόταν τα τραγούδια σου, ο ένας μετά τον άλλον, έβγαινε ο ένας, ερχόταν ο άλλος, χόρευε ο Μουζουράκης, άλλαζε κιθάρες – και μπάντζο – ο Μανόλης, ο Φοίβος είπε αυτό το φοβερό, το Decandenza (που τ’ αγαπάω κι εγώ πολύ, την είχα λειώσει την Χαμηλή Πτήση). Πόσα και πόσα αγαπημένα, από τη Νέα Ορλεάνη στο Τέξας, από το Τέξας στην Κυψέλη, από την Κυψέλη στο Παγκράτι, από εκεί στο Αργοστόλι, από εκεί στο μπαρ, από εκεί στο σπίτι και πάει λέγοντας.
Και αυτά τα τραγούδια σου Λουκιανέ!
Λες και τα’ γραψες σήμερα. Κοιτάω την Πάρτη μου; Τι λες τώρα! Ο Ύμνος των Μαύρων Σκυλιών! Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα;…
Τα ΄λεγα με τον φίλο μου τον Αχιλλέα εκεί που παρακολουθούσαμε, ο Λουκιανός δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, ούτε έντεχνος, ούτε ροκ, ούτε τζαζ, ούτε λαϊκό, ούτε blues και country …είναι όλα. Είναι μια κατηγορία ολόκληρη. Μόνος Καουμπόη. Γιατί εδώ που τα λέμε, τα έδενε όλα αυτά μαζί μοναδικά, το δικό του ύφος. Με το δικό του “εδώ” και “αλλού”. Tο κλείσιμο του ματιού. Εκείνο το «εμείς και όχι οι άλλοι» που πιάναμε στον αέρα. Με τις δικές μας επιλογές, εμμονές και αγάπες.
Επτά φορές Λυκαβηττό;
Λοιπόν, γράψε οχτώ από χτες. Και σίγουρα τον ξέρεις τον τίτλο που είχε το ‘έργο’ Σ’ ευχαριστώ Λουκιανέ, όπως το άλμπουμ που κυκλοφόρησε.
Σ’ ευχαριστώ και εγώ Λουκιανέ. Μας λείπεις. Δώσε μια αγκαλιά στους δικούς μας που είναι εκεί. Πες στον Γιάννη ότι την ώρα του πάρτι έπαιζε η ομάδα και χάσαμε, αλλά δεν πειράζει.
Α, να σου πω κι αυτό. Πού πήγαμε, λες μετά; Μια βόλτα Βουλιαγμένη. Ε ναι – έχουμε μείνει πια εκεί.