Μάθημα ιστορίας και ποίηση, υψηλή τέχνη και ρομάντσο, μα πάνω από όλα το Killers of the Flower Moon του Martin Scorsese είναι το ανάγλυφο πορτρέτο της απληστίας και της εκμετάλλευσης με γκρο-πλαν τα βρώμικα χέρια στην ιστορία της ανθρωπότητας… που κάνουν καριέρα ως σήμερα. Για τα πετρέλαια της γης των Osage, στην ταινία. Για ό,τι γυαλίζει στο μάτι τους εκεί έξω.
Οι Osage είχαν την ατυχία να τους ανήκει πλούσια γη. Είχαν περιουσίες – κι αυτό για κακή τους τύχη… Γιατί οι λευκοί που έφταναν στον τόπο τους, πήγαν για να πλουτίσουν και αυτοί. Και κάποιοι, πιο σοφοί και μελετημένοι, σκόπευαν να μείνουν πλούσιοι και όταν ο μαύρος χρυσός κάποια μέρα στέρευε. Έτσι το σκέφτεται ο πονηρός πλην ευυπόληπτος William Hale (Robert De Niro) – λέγε με King if it’s alright with you – που έχει και πλάνο.
Αντί να γίνει πετρελαιάς που μπορεί να λερώσει και την υπόληψή του, βρίσκει τις περιουσίες των Osage πιο δελεαστικά προσβάσιμες.
Έχει σκεφτεί το πώς – εύκολα, βγάζοντάς τους από τη μέση. Με γάμους και ατυχήματα, ή και ατυχήματα χωρίς γάμους. Εκείνος αόρατος στο παρασκήνιο. Ο άλλος (οι άλλοι) μπροστά.
Το πιο ανατριχιαστικό, που σιγοκαίει από την αρχή και κατακαίει τα πάντα και μετά τους τίτλους τέλους – ότι είναι αληθινά εγκλήματα. True crimes. True greed. Κάπως έτσι όπως θα σβήσει στο τέλος ο κόσμος.
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο Killers of the Flower Moon (του 2017) του David Grann, συγγραφέα και δημοσιογράφου των New York Times, με θέμα τα εγκλήματα στην γη των Osage, τις Δολοφονίες της Οκλαχόμα στην δεκαετία του ’20. Σκορσέζε και Ερικ Ροθ έγραψαν το σενάριο.
Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού, η ταινία,
μιλάει για τα πραγματικά γεγονότα και ταυτόχρονα είναι η τέχνη του Scorsese στα καλύτερά της. Η μαγεία της αφήγησης με τις στροφές που παίρνει και τις απρόσμενες κατευθύνσεις. Η ξεκάθαρη, αναγνωρίσιμη ‘γλώσσα΄ του σινεμά του που με δυο τρεις κινήσεις σε βάζει στο κλίμα, στην ατμόσφαιρα, στο στόρι του έργου. Και μετά, από εκεί κεντάει. Με απόλυτο σεβασμό. Εδώ με δέος.
Και ενώ τα κορμιά των Osage πέφτουν, οι θάνατοι συσσωρεύονται και άνθρωποι εξαφανίζονται μυστηριωδώς, κανείς δεν ρωτάει, αφού στο μεταξύ έχει φροντίσει η τοπική κοινωνία, να τους συμπονέσει για τους Osage για την για την φιλάσθενη κράση τους, άλλοτε για τα ψυχολογικά τους προβλήματα ή τους ατίθασους χαρακτήρες. Και οι ‘εξαφανίσεις’ συνεχίζονται.
Έως ότου κάπου (αν δεν κάνω λάθος) στη τελευταία ώρα της ταινίας εμφανίζονται και χτυπάνε πόρτες απεσταλμένοι ενός κυβερνητικού γραφείου ερευνών, που είχε μόλις δημιουργήσει ο Edgar J Hoover. Το FBI στα πρώτα του βήματα.
Ένας τρόπος να παρακολουθήσεις την ταινία, είναι μέσα από τον βασικό της πρωταγωνιστή.
Di Caprio for ever και αυτή τη φορά.
Από την αρχή που ο Ernest Burkhart (Leonardo Di Caprio) φτάνει στο Φέαρφαξ της Οκλαχόμα, επιστρέφοντας από τον πόλεμο, δείχνει φορτωμένος με πολλά. Και φαίνονται στο πρόσωπό του. Η έκφραση της απογοήτευσης, σχεδόν παραίτησης που τον συνοδεύει (από τα δεινά του πολέμου) πάει κι έρχεται αγκαζέ με την άγνοια τού τι έχει να περιμένει στο σπίτι του θείου του. Με την αφέλεια του χαρακτήρα του, την (άραγε) απορία του για τα όσα ακούει, την έξαψη για όσα μπορεί να καταφέρει, τον θυμό και τα ξεσπάσματα, την απόγνωση όπου μοιραία φτάνει. Την χαρά και την τρυφερότητα που σκάει σαν πυροτέχνημα – κανένα πυροτέχνημα δεν διαρκεί – όταν συναντά τη Μόλι.
Η Mollie Burkhart (η πολύ καλή Lily Gladstone) μεταφέρει την ήρεμη δύναμη και την ένταση της σιωπής μέσα στην καταιγίδα. Μοιάζει να ξέρει, να ορίζει και να τολμάει, παίρνει δύναμη από την σοφία των προγόνων, σαν βασίλισσα παραμυθιού, ακόμη και όταν δεν στέκει καν στα πόδια της.
Μπορώ να καταλάβω ότι πολλοί ηθοποιοί θα κατάφερναν να παίξουν τον ρόλο του The King ,του σκληρού, πονηρού και σεβαστού William Hale αλλά αυτό που ο De Niro φέρνει στην οθόνη, δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να έρθει από αλλού.
Είναι οι πολλές συνεργασίες του με τον Μάρτιν, είναι η αύρα από τα Καλά Παιδιά, όλα έχουν ίσως σημασία. Εγώ πάντως ένοιωσα να παγώνω στο επίμονο βλέμμα του, αισθάνθηκα την πίεση ότι έπρεπε να απαντήσω στην ερώτησή του, ένοιωσα να με σκανάρει, να με μετράει και να μην έχω καλά ξεμπερδέματα αν δεν κάνω αυτό που θέλει, εγώ, που καθόμουν στην αναπαυτική θέση μου στο σινεμά.
Το ότι παρακολουθείς από την καρέκλα σου – και δεν αλλάζεις θέση για 3μιση ώρες !- είναι ένα ακόμη τέλειο κοντράστ στην ταινία, όπου τα πάντα κινούνται…
…από τους χαρακτήρες που διασταυρώνονται, την ζωή που τρέχει στο κέντρο της πόλης που ο Scorsese σκηνοθετεί αριστουργηματικά και εξηγεί με τρία πλάνα την σύνθεση και τα χαρακτηριστικά της κοινότητας, μέχρι τα μοναδικά τοπία στα αχανή εδάφη και την φύση σε μια ροή που κόβει την ανάσα. Από το ασταμάτητο σφυροκόπημα των γερανών που χορεύουν στις γεωτρήσεις σαν Χιτσκοκικές σκοτεινές φιγούρες ως τοn διονυσιακό χορό των Ιθαγενών, καθώς τα σώματά τους λούζονται στο πετρέλαιο που τινάζεται στον αέρα χορεύοντας κι αυτό.
Ο χορός της απληστίας συμπαρασύρει έννομους και άνομους,
επικηρυγμένους και καθωσπρέπει και εκείνους που κάθονται στις διαχωριστικές γραμμές αν υπάρχουν τέτοιες μέχρι που ο Jack Plemmons ως Thomas White Sr ζητάει να μάθει, πώς και τόσοι ανεξήγητοι θάνατοι συμβαίνουν σε εκείνα τα μέρη. Eίναι αυτός που θα διαλευκάνει στην πραγματικότητα την υπόθεση των δολοφονιών.
Θύματα και θύτες χορεύουν κάτω από την ίδια στέγη.
Και ουκ ολίγοι μουσικοί μαζί τους. Ο Jason Isbell (ο γνωστός μας folk – rock μουσικός; Jason Isbell and The 400 Unit; Αυτός!) ως Bill Smith που παντρεύτηκε δυο αδελφές αυγατίζοντας την περιουσία του.
Ο country μουσικός Randy Houser ως Scott Mathis, αλλά και ο Sturgill Simpson! Από τις πιο ωραίες φωνές της νέας outlaw country στο ρόλο του λαθρέμπορου Henry Grammer.
O Pete Yorn είναι στην ταινία o Acie Kirby αυτός που ο Έρνεστ (Ντι’ Κάπριο) ψάχνει με μανία να βρει. Ο αδελφός του Yorn, μαθαίνω, είναι ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, αλλά και μάνατζερ του Di Caprio! Στον μικρό αλλά καταλυτικό ρόλο του γεράκου Alvin Reynolds, ο θρυλικός, με την φυσαρμόνικά του, μπλούζμαν από το Σικάγο, Charlie Musselwhite (ο οποίος λέγεται ήταν η έμπνευση για τον χαρακτήρα του Νταν Ακρόϊντ στους Blues Brothers).
Και βέβαια ο Jack White, που πάντα βρίσκει χρόνο όταν πρόκειται για κάτι σπέσιαλ. Εμφανίζεται εδώ παριστάνοντας τον ραδιοφωνικό ηθοποιό που κάνει διάφορες φωνές στο ραδιο-θεατρικό έργο. Ο Martin Scorsese κάνει κι αυτός την εμφάνισή του μπροστά από την κάμερα, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από τον επικήδειο της Μόλι. Στο τέλος της ταινίας, σαν ένα σημείωμα, ένα τελευταίο τσεκάρισμα – για να μην ξεχνάμε. Ότι γίνονται ακόμη μεγάλες ταινίες. Και το βασικό: ότι εγκλήματα έχουν συμβεί.