logo


Ο ψυχρός αέρας που έμπαινε από τα παράθυρα του ημιφορτηγού κουβαλούσε τη μυρωδιά  του αργού πετρελαίου από τις πετρελαιοπηγές. Τα φώτα ενός μακρινού διυλιστηρίου έλαμπαν μέσα στην έρημο σαν ξάρτια πλοίου. Έμεινε πολύ ώρα ξαπλωμένος στο φτηνό κρεβάτι ακούγοντας τον θόρυβο των βυτιοφόρων  που άλλαζαν ταχύτητες καθώς έβγαιναν στον αυτοκινητόδρομο από τον σταθμό εξυπηρέτησης φορτηγών ενάμισι χιλιόμετρο από τον κόμβο. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και μετά από λίγο σηκώθηκε , φόρεσε το μπλουζάκι, το τζιν και τις μπότες και περπάτησε στον σκεπαστό διάδρομο και από εκεί έξω στα χωράφια. Ησυχία. Κρύο. Οι φωτιές από τους σωλήνες στις πετρελαιοπηγές  έκαιγαν σαν πελώρια κεριά και τα φώτα της πόλης έσβηναν τ’ άστρα στ’ ανατολικά. Στάθηκε εκεί πολλή ώρα…

Cormac McCarthy, Ο Επιβάτης  εκδ.Gutenberg