Είναι η ώρα της μόδας ακριβώς, αν και μπορεί να πηγαίνει το ρολόι μου λίγο μπροστά (είναι ξε-αγχωτικό κόλπο αυτό, το συστήνω ανεπιφύλακτα) και παρατηρώ πως φοράω λάθος παπούτσια για την περίσταση, μέγα σφάλμα σε ντεφιλέ , αλλά μάλλον μόνο εγώ μπορώ να έχω οπτική επαφή, oπότε ησυχάζω και αποφασίζω να βυθιστώ στις δημιουργίες που περνάνε μπροστά απο τα μάτια μου, όλες πάνω σε ψηλά τακούνια – και αυτό είναι κάτι γύρω από το οποίο δεν μπορείς να χαλαρώσεις. Η μια μετά την άλλη οι μοντέλες βαδίζουν σαν υπνωτισμένες από κάτι αόρατο προφανώς, μοχθηρό και κακόβουλο που τις έχει μετατρέψει σε άβουλα πλάσματα αποφασισμένα για όλα. Είμαι σίγουρη πως δεν θα σταματήσουν σε τίποτε, δεν θα φρενάρουν αν πεταχτεί κάτι ζωντανό στη μέση της πασαρέλας (που δεν θα μείνει μετά ζωντανό για πολύ) και θα με λειώσουν κάτω από το σαρωτικό βάδισμά τους, αν ξαφνικά -που λέει ο λόγος- δω κάποιον από απέναντι και κάνω κίνηση να τον χαιρετήσω. Η μόδα θέλει αφοσίωση , σκέφτομαι και μαζεύομαι καλού κακού στη θέση μου για να μην έχουμε θέμα. Η μία πασαρέλα έρχεται και ενώνεται με την άλλη και όλος ο κόσμος γίνεται φιόγκος για να περάσουν πάνω σε αυτόν αγέρωχες πάσης φύσεως δημιουργίες. Γιατι μπορεί ο διάβολος να φορούσε Πράντα (ποιός άλλος μπορεί να τα αγοράσει δηλαδη;) αλλά οι κυρίες που ζήτησαν να “σταυρωθούν” για να βγουν στο ψηφοδέλτιο φόρεσαν τη μόδα της κάλπης , μια συντηρητικο-προχωρημένη κομψή και ανθεκτική στις δύσκολες συνθήκες έκδοση του «σικ» που δέχεται πολλές ερμηνείες γιατί είναι πάντα υπερ του διαλόγου. Και ενώ συνέχιζε η πασαρέλα να ξετυλίγεται (ένα πιό γκλαμ σύνολο για το βράδυ των εκλογών, ένα ετοιμοπόλεμο για το πάνελ) και η μοντέλα με το μακρύ ,ανάλαφρο ,πορφυρό ερχόταν καταπάνω μου- την σταμάτησε τελευταία στιγμή ένα ξαφνικό φλας- ένας βουρλισμένος “φασιονίστα” όρμησε φορώντας την κάλπη για καπέλο. Είχαμε ξεχάσει τα αξεσουάρ-ήταν προφανές.







