Ακόμη και τα χαρούμενα τραγούδια είναι λυπητερά. Μια ηλιόλουστη μέρα στην παραλία έχει τη μελαγχολία της. Και το ωραίο κύμα μπορεί να σβήσει πριν το προλάβεις. Τhat’s life. That’s the life of Brian. Το ατέλειωτο καλοκαίρι των Beach Boys. Κάπως έτσι, αλλά όχι ακριβώς.
Προχτές το βράδυ στο θερινό «Γλυφάδα» είδα τη ζωή του Brian Wilson – Love and Mercy, η ταινία που σκηνοθέτησε ο Bill Pohlad με πρωταγωνιστές, ως δυο Brian Wilson, τον Paul Dano και τον John Cusack, που κάνουν και οι δυο θαυμάσια τη δουλειά τους. Πόσο εύκολο είναι να σερφάρεις, ή μάλλον καλύτερα να βουτήξεις βαθειά σε αυτήν την εκρηκτική ευφυΐα, στο μυαλό και την ψυχή ενός από τους μεγαλύτερους μουσικούς, μιας από τις πιο πολύπλοκες καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες; Καθόλου εύκολο εξ‘ αρχής.
Και από την αρχή κιόλας, συγχαρητήρια στον Bill Pohlad που το προσπάθησε και που ως ένα σημείο κατάφερε να «κολυμπήσει» στα ανοιχτά. Αφού το Love and Mercy δεν είναι μια ταινία για το surf, δεν είναι μια ταινία για τον ωκεανό, είναι μια ταινία για την τρικυμιώδη ζωή του Brian Wilson και την θάλασσα μέσα του.
Τον συναντάμε στα 60ς και δυο δεκαετίες περίπου αργότερα. Νέο, ορμητικό με τις ιδέες να χορεύουν μέσα στο κεφάλι του, να γράφει τις μεγάλες επιτυχίες αναζητώντας τα όρια της έμπνευσής του και να συνθέτει το ένα μετά το άλλο, τα ποπ αριστουργήματά του. Να απογειώνει την τέχνη του, τη στιγμή που οι άλλοι στο συγκρότημα ήθελαν απλώς ένα ακόμη τραγούδι σαν τα παλιά που άρεσαν στον κόσμο. Μα…το Pet Sounds το «λάτρεψαν οι κριτικοί» – “ναι, αλλά οι κριτικοί δεν αγοράζουν δίσκους». Ο Dano μεταφέρει εκπληκτικά την έξαψη, την απογοήτευση, τον αγώνα του στα όρια της κατάπτωσης για να ακούσει τη μούσα που τον καλεί.
Ο Brian Wilson μετά, μεγάλος, «αιχμάλωτος» του σατανικού γιατρού που τον ελέγχει και τον εξουσιάζει με φάρμακα, αφού έχει περάσει από ουσίες και κατάθλιψη, έχει όμως ακόμη εκλάμψεις του μεγαλείου του και την επιθυμία να δραπετεύσει από όλα αυτά. Ακούω φωνές, λέει κάποια στιγμή – Από πότε τον ρωτάει η Μελίντα- Από το 1963, απαντάει εκείνος. Ο Cusack με χαμηλούς τόνους, «γράφει» όμορφα με παιδική αθωότητα τη σύγχυση και τόλμη του Γουίλσον από την πρώτη στιγμή που πηγαίνει να αγοράσει μια Κάντιλακ, αυτή που θα τον βγάλει στο δρόμο για να δραπετεύσει.
Και οι δύο είναι Μπράιαν Γουίλσον. “Κρατάω”τον Paul Dano/ Brian Wilson να προσπαθεί να «πιάσει» τον ήχο που θέλει με τσιμπιδάκια πάνω στις νότες, κουλουριασμένος σχεδόν μέσα στο πιάνο του και καθισμένο μπροστά από το πιάνο να παίζει τις μουσικές του με τα πόδια στην άμμο μέσα στο σαλόνι του. Και τον Cusack να ψιθυρίζει σαν φοβισμένο παιδί έτοιμο για την σκανταλιά και σημασία να μην δίνει που είναι ο Brian Wilson των Beach Boys. Όταν η Μελίντα του λέει ότι μεγάλωσε με τα τραγούδια τους, το προσπερνάει με ένα χαμόγελο.
Η δυστυχία του να είσαι ευφυής. Στριμωγμένος σε μια γωνία ο Μπράιαν, με εκκωφαντικούς ήχους έμπνευσης στ΄αυτιά, να μπορεί να «απαντήσει» στους Beatles (-γιατί να τους αφήσουμε να μας ξεπεράσουν;) και να μην τον ακολουθεί κανείς.
Το God Only Knows; Όχι αρκετά καλό για τον πατέρα του, που τον απορρίπτει συνεχώς και με κάθε ευκαιρία. Δεν είναι τόσο απλό και ποτέ δεν ήταν.
– Μα δεν έχουμε κάνει surf ποτέ-λέει κάποια στιγμή…Εντάξει, μού είχε φανεί παράξενο όταν το είχα ακούσει πρώτη φορά αυτό… Σκέψου, οι Βeach Βoys είχαν μόνο φωτογραφίες με τις σανίδες. Για κάποιο λόγο τους αγάπησα πιο πολύ. Good –fuckin’ –Viabrations. Kαι, πάλι… it’ s complicated. Και άντε πιάσε αυτό το κύμα.
Η ματιά του Pohlad έχει ενδιαφέρον καθώς, κεντράροντας στους δυο Μπράιαν, αφηγείται την ιστορία με άξονα τη σχέση με τη Μελίντα, την απελευθέρωσή του από τον κακό γιατρό-και την εκρηκτική και καταπιεσμένη ευφυΐα του νεαρού Γουίλσον. Λειτουργεί κινηματογραφικά,όπως περίπου το Walk The Line που εστίαζε στην σχέση του Johnny Cash με την June Carter. Αν ήθελε ο Pohlad να πει τη ζωή του Μπράιν, το μόνο σίγουρο ότι θα χρειαζόταν περισσότερους Brian, όπως ο Todd Haynes είχε χρειαστεί πολλούς Bob Dylan για το I’m Not There. O Wilson είναι και αυτός πολύπλοκος, ανεξιχνίαστος και μοναδικός όσο διάφανος και αν μπορεί να φανεί από μερικές ίσως γωνίες. Είναι η άλλη όψη του καλοκαιριού.
Απόλαυσα το Love & Mercy και κάθε στιγμή του ως και την τελευταία, όπου ο πραγματικός Brian Wilson ερμηνεύει το Love and Mercy (τραγούδι από το 1988 και το πρώτο σόλο άλμπουμ του) με την αίσθηση όμως ότι είναι μικρή, απλή αρχή, από μια μεγάλη συναρπαστική ιστορία που περιμένει στα βαθειά ώσπου να βγει κάποια στιγμή πάνω στο κύμα.
.