Είχε σταματήσει η οικογένεια με τα αλάρμ στο αμάξι και διάλεγε έλατο.
Δεν διαλέγεις έλατο στο άψε-σβησε, θέλεις ώρα. Να δεις, να μην είναι μικρό, αλλά να χωράει και στο σαλόνι, να ρωτήσεις να μάθεις “πόσο κρατάει και δε χαλάει” . Ουρά από πίσω τα αυτοκίνητα.
Ώσπου το πήραν το έλατο, χειροκροτήσαμε και εμείς που περιμέναμε από πίσω. Και άντε και του χρόνου” και αν πηγαίνετε από εκεί, να πάμε εμείς από την άλλη.
Γιορτές. Ποιες γιορτές; Αυτές που γιορτάζουμε από τον Οκτώβριο; Τότε είδα τον πρώτο Αγιο-Βασίλη να ανεβαίνει την καμινάδα. Με μια δυσφορία. Εγώ με το αμάνικο και τον ήλιο στο μάγουλο, εκείνος με τη γούνα, τα γένια, τις μπότες. Και ήταν κι εκείνες οι χιονισμένες οι μπάλες, που κρέμονται ποιος -ξέρει-από-πότε…
-Δεν στόλισες ακόμη;
Και ούτε θα. Και ας πληρώσω και πρόστιμο.
Τόσο στολίδι εκεί έξω, φτάνει.
Τα φωτάκια είχαν νόημα όταν η νύχτα ήταν σκοτεινή, γλυκιά, τρυφερή. Τώρα είναι σε ηλεκτρικό φωτεινό παροξυσμό. Είναι σε ντελίριο φωτός και στολισμού. Και όλοι μέσα σε αυτό δίνουν τον αγώνα τους.
Με φόρα, εορταστική ολική επαναφορά. Στην φόρα και τα δώρα, μπότοξ για τις τοξίνες. Γιατί πρέπει να λάμπεις κι εσύ. Εορτοδάνειο, μέρες που είναι. Μακριά από μας καλικάντζαροι του συστήματος. Πάσες, πάσα σε γιρλάντα και χιόνια στα ράφια με τα παγωτά.
Τότε και εντελώς ξαφνικά τον είδα, όπως τέτοιες μέρες κάθε χρόνο. Τον κυρ- Αλέξανδρο να κατεβαίνει τον δρόμο με βλέμμα σκυφτό, να σταματάει μπροστά στο σινεμά, να σηκώνει τα μάτια και να κοιτά, να χαμογελάει κάπως και να φεύγει πάλι. Προς στιγμήν αμφέβαλλα για το αν ήταν όντως αυτός. Ήταν ντυμένος χειμωνιάτικα (κάνει κρύο Στο Χριστό στο Κάστρο) και είπα διακριτικά να τον ακολουθήσω.