Βαθιές ανάσες ρυθμού τώρα. Όσο κρατάς αποστάσεις από την προκάτ μουσική τόσο πιο εξωτικά μέρη θα ανακαλύψεις. Εξότικ με την ηλεκτρονική έννοια του όρου. Αφού ο μπουφές είναι ανοιχτός και μπορείς να τσιμπολογήσεις από όπου θέλεις. «Τροπικάλια» ή «μαριάτσι» ή μια σάμπα με δόσεις electro που ζυγίζει και το βάρος της εποχής. Η ελαφρότητα μετράει. Όπως εδώ. Δηλαδή στα βορειανατολικά της Βραζιλίας. Forro είναι- μπορείς να πεις – η κάντρι των Βραζιλιάνων. Μια χαρούμενη μουσική που χορεύεται- λέει ο Μάουρο Ρεφόσκο που παίζει ζαμπούμπα (κρεμαστό τύμπανο) και τραγουδάει στο γκρουπ- και βασίζεται
στις απλές μελωδίες, στις βασικές αρμονίες, στον ρυθμό και στους διασκεδαστικούς στίχους. Είναι γλυκιά και όμορφη η μουσική των Forro in the dark και έχει σχέση με αυτήν την παράδοση. Αν, μετά, την παράδοση τη βάλεις στα μεγάλα ηχεία της πόλης, στα βαγόνια του υπόγειου και στη θέα από μπαλκόνι «όπου φτάνει το φως της Δύσης», έχεις τον ήχο του bonfires of Sao Ρaolo. Η συνέχεια στα κλαμπ της Νέας Υόρκης, όπου πέντε Βραζιλιάνοι και ένας Αμερικανός, ο μπασίστας που έχει παίζει με Τζόνι Κας και Νιλ Ντάιμοντ, ανοίγουν τον διακόπτη και αφήνουν ηλεκτρισμό, επίκαιρα beat και μια τζούρα από jap pop να περάσουν μέσα. Ο Ντέιβιντ Μπερν (περίπου Βραζιλιάνος κι αυτός), η Μπέμπελ Ζιλμπέρτο και η Μίχο Χατόρι από τις Cibo Μatto βρίσκουν την ιδέα θαυμάσια και τραγουδάνε κι αυτοί, σε ένα από τα πιο ανάλαφρα, αισιόδοξα άλμπουμ που μπορεί να ακούσει κανείς αυτές τις μέρες.