Οι καιροί είναι δύσκολοι και βρέχει όλη μέρα. Δεν έχεις μία στην τσέπη και η γυναίκα σου σ΄ άφησε. Η γκαντεμιά έχει γίνει η σκιά σου, αλλά, και πάλι, δεν χάνεις την ελπίδα. Στο κάτω –κάτω γι’ αυτό « φτιάχτηκαν» τα μπλουζ.. Και δεν έχουν κάνει λάθος εκατό χρόνια τώρα.
Ο θρύλος κυκλοφορεί από παλιά και το πιο πιθανό είναι ότι τον έχετε ακούσει. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον –λέει -, ένας νεαρός που δούλευε μέρα νύχτα στις βαμβακοφυτείες του Μισισιπή λαχταρούσε όσο τίποτε άλλο στη ζωή του να γίνει μουσικός, μεγάλος μουσικός των μπλουζ. Κάποιος του είπε να πάρει την κιθάρα του και να πάει στο σταυροδρόμι, όχι μακριά από τη φυτεία Ντόκερι, εκεί να πάει και να περιμένει τα μεσάνυχτα. Έτσι κι έγινε, περίμενε , κι εκεί συνάντησε τον διάβολο- ήταν ψηλός και φορούσε μαύρα κι αυτός – ο διάβολος- άρπαξε την κιθάρα από τα χέρια του, κάπως την κούρδισε και άρχισε να παίζει. Μετά την έδωσε πίσω στον Τζόνσον.
Μαζί με την κιθάρα τού αποκάλυψε τα μυστικά των μπλουζ και σε αντάλλαγμα ζήτησε- τι άλλο;-το γνωστό κόλλημα του διαβόλου, την ψυχή του. Ο Τζόνσον όμως έπαιξε τα μπλουζ όπως άλλος κανείς , και από εκείνη τη συνάντηση , που ιστορικοί και μεταφυσικοί τοποθετούν γύρω στα 1932, «γεννήθηκαν» τα μπλουζ. Αυτά που στοιχειώνουν κάθε νότα που γράφεται ως και αυτή τη στιγμή τώρα που μιλάμε .
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από τη γέννηση του Ρόμπερτ Τζόνσον (εκατό συν ένα, για την ακρίβεια) αλλά αν κάποιος μπορούσε να τον ρωτήσει για το πότε στ΄ αλήθεια ξεκίνησαν τα μπλουζ, το πιο πιθανό είναι, να έλεγε πως μπλουζ δεν έχουν αρχή, πάντα υπήρχαν, σαν ένα πνεύμα, το ίδιο πνεύμα που περνούσε από τις φυτείες, στα δάχτυλα του Μπι Μπι Κινγκ, στον Μπο Ντίντλεϊ, στον Μπάντι Γκάι, στον 28χρονο Γκάρι Κλαρκ Τζούνιορ με τη δική του τρέλα για τα μπλουζ.
Ήταν όμως Μάρτιος του 1912. Ο Χαρτ Γουόντ έγραφε το Dallas Blues, κι αυτό έμεινε στην ιστορία σαν το πρώτο δωδεκάμετρο μπλουζ κομμάτι. Τα μπλουζ «γιορτάζουν» έναν αιώνα, παλιώνουν και ανανεώνονται, ζουν μόνιμα στο παρόν. Τα μπλουζ «τραγουδάνε» την κρίση όπως τραγουδούσαν τη φτώχεια, τον ρατσισμό, την ανεργία, τη δύσκολη ζωή στις φυτείες που δούλευαν οι μαύροι. Δεν σταμάτησαν να επηρεάζουν καταλυτικά όχι μόνο το ροκενρόλ και τις κιθάρες, αλλά την σύγχρονη ποπ, την ηλεκτρονική μουσική, τις ψηφιακές παραγωγές. Όσο τον Έρικ Κλάπτον άλλο τόσο τον Danger Mouse.
Η Μπέσι Σμιθ ηχογραφεί το Downhearted Blues (1923) και περιοδεύει σαν η πιο ακριβοπληρωμένη μαύρη τραγουδίστρια της εποχής. Στη δεκαετία του 40 ο Μάντι Γουότερς μετακομίζει από το Μισισιπή στο Σικάγο μαζί με όλους εκείνους που φεύγουν από το Νότο για να βρουν δουλειές στο βορρά. Εκεί θα γεννηθούν τα ηλεκτρικά μπλουζ, που θα σκορπιστούν παντού όπως η γύρη από τον αέρα.
Κάπου στην Αγγλία, το 1961, ο νεαρός Κιθ Ρίτσαρντς βλέπει τον Μικ Τζάγκερ στο δρόμο και του πιάνει κουβέντα με αφορμή το δίσκο με τις επιτυχίες του Μάντι Γουότερς που κρατάει στα χέρια του. Tα μπλουζ «μπολιάζουν» το ροκ, την ψυχεδέλεια του Τζίμι Χέντριξ, τον σαρωτικό ήχο των Who και των Led Zeppelin, την υπόγεια γοητεία των Doors, ενώ ο Μπομπ Ντίλαν δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά κυκλωτικούς χορούς γύρω από αυτά. Ο Ελβις άλλωστε- για να μην πας και μακριά- τα μπλουζ έμαθε, κι αυτός από πρώτο χέρι. O Τζακ Γουάιτ, «μοντέρνος κλασικός» έχει ανοιχτή γραμμή με τον Ρόμπερτ Τζόνσον και τον Μπλάιντ Γουίλι ΜακΤελ, φέρνοντας το παλιό στο σήμερα, σαν καινούργια φάση.
Πριν από λίγες ημέρες , στην ανατολική πτέρυγα του Λευκού Οίκου, ξεφύτρωσε ένα απρόσμενο μπλουζ κλαμπ, όπου το πολύ χειροκρότημα μάζεψε –και με το σπαθί του- ο πρόεδρος Ομπάμα, όταν ανταποκρίθηκε στην προτροπή του Μικ Τζάγκερ και τραγούδησε το Sweet Home Chicago, μπροστά σε ένα ακροατήριο από προσωπικότητες της μουσικής – ο Μπι Μπι Κινγκ, στα 86 του ακούραστος μπλουζμαν , ανάμεσά τους.
Τιμώντας, άλλωστε, τον Τζόνσον, στο Θέατρο Απόλο , Έλβις Κοστέλο, Μπέτι Λαβέτ, Μέισι Γκρέι, Κεμπ Μο και άλλοι πολλοί τραγούδησαν τα πρώτα μπλουζ και όχι μόνο. Ήταν εκείνες οι εποχές.
«Times Like Deese» – Με αυτόν τον τίτλο το ντοκιμαντέρ των Ολλανδών Μάρτεν Σμιντ και Τόμας Ντέμπελε (που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης 9-18 Μαρτίου) ακολουθεί τα ίχνη των μπλουζ στην ιστορία τους, στον αμερικάνικο Νότο. Εκεί που και σήμερα ζουν μπλουζίστες που αφηγούνται τις πρώτες ιστορίες, από τότε που οι μαύροι απαγορευόταν να καθίσουν στο εστιατόριο που έτρωγαν οι λευκοί και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εξακολουθεί να τους εμπνέει. Η ταινία ξεκινά με τον Blind Mississippi Morris να «βλέπει» με τη μουσική του και εξηγεί γιατί τραγουδάει τα μπλουζ (Why Sing The Blues). Αυτά, λέει, είναι ι η ζωή του.
Απέναντι η κάμερα των Ολλανδών «πιάνει» την σημερινή εικόνα, δυο νέα παιδιά που ραπάρουν πάνω στην παλιά τεχνική Εκείνων των Καιρών και το νέο κύμα του hip hop προβληματίζεται. «Πριν, ήμασταν όλοι σε ετοιμότητα, αγωνιζόμασταν , λέγαμε πως όλα θα άλλαζαν αν είχαμε μαύρο πρόεδρο. Τώρα που έχουμε ένα μαύρο πρόεδρο και τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, γιατί έτσι είναι το σύστημα. Κανείς όμως δεν διαμαρτύρεται, όλα είναι ήσυχα, καμία αντίδραση». Ευτυχώς, λέει κάποιος, υπάρχουν τα μπλουζ -μεταλλαγμένα ή όχι, αιωνόβια ή εφηβικά, στον Λευκό Οίκο ή στο πεζοδρόμιο- και είναι ζωντανά ακόμη.
> Το Times Like Deese προβάλλεται στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (9- 18 Μαρτίου).