Φεστιβαλικής αφορμής δοθείσης και ταξιδιωτικής παρόρμησης , βρέθηκα στην πόλη που ποτέ δεν κοιμάται (και δεν είναι η Νέα Υόρκη, η Θεσσαλονίκη είναι), που έστω κοιμάται λίγο. Στις μέρες του Φεστιβάλ του Κινηματογραφικού- πάντως, δεν κλείνει μάτι, όλο εκεί έξω είναι – πάνω κάτω την παραλιακή, στις Αποθήκες, στη Βαλαωρίτου, πάνω από την Εγνατία (στις δυο στοές, τα καινούργια στέκια) σε όλα αυτά που ακούγονται κανονικά στους ανθρώπους που μένουν εκεί και σε όλους εμάς τους άλλους, κάπως σαν σινεμά μια και μας επηρεάζει που βλέπουμε ταινίες.
Τώρα δόθηκαν τα βραβεία, μίλησαν οι επιτροπές, παίρνουν οι ταινίες το δρόμο τους να συναντήσουν το πλατύ ή στενό (ανάλογα) κοινό τους και μέρες που είναι – με όλο αυτό το κακό πάνω από τα κεφάλια μας (το αν θα έρθει η δόση από μόνη της, με τη χρεωκοπία μαζί, ή με το τέλος του κόσμου πακέτο) – το Φεστιβάλ τελικά είναι που βγαίνει νικητής, αν θέλετε τη γνώμη μου. Αυτό και η πόλη. Που πέταξαν για λίγο την κρίση στη θάλασσα (αλλά δυστυχώς ήρθαν πάλι συνήθεις ύποπτοι και φτου ξανά στα ίδια – και χειρότερα.)
Εκεί, όμως γεμάτες αίθουσες! Να περιμένεις μήπως και ακυρώσει κανείς για να πετύχεις εισιτήριο και να μην ακυρώνει. Κανείς. Ουρές στα εκδοτήρια και στην πλατεία Αριστοτέλους και στο Λιμάνι. Η θεία Ευτυχία και ο εξάδελφος Νικηφόρος κατέβηκαν από την Τούμπα για να δουν Aki Kaurismaki. Η χαρά που έκαναν όταν τον είδαν κι από κοντά δεν λέγεται.
-Εσύ, τι είδες; Ποιο να δω και ποιο να αφήσω; Λογικό θα πεις- πρώτη φορά πας σε Φεστιβάλ; Λογικότατο αλλά μέσα στα «εσύ το πλήρωσες το χαράτσι;- εμάς μας κόψανε και το μισθό» – έχει νόημα η στιχομυθία.

Στο μεταξύ ξένοι δημοσιογράφοι, κινηματογραφικοί και λοιποί είχαν έρθει με αποστολή να μυρίσουν στον αέρα και στις ταινίες των Ελλήνων δημιουργών την κρίση, πώς τη βιώνει η κοινωνία, εμείς όλοι και πως βγαίνει στα έργα αυτό –και έτρεχαν πρώτα από όλα στις ελληνικές ταινίες για να δουν και να καταλάβουν. Και όπως μου έλεγε ο Σουηδός, που έχει κάνει το ντοκιμαντέρ “Bergman’s Video” είδε και του άρεσε το «Αγόρι τρώει το Φαγητό του Πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου.
Πολύ ωραίο επίσης είναι αυτό που δεν χρειάζεται και να δίνεις ραντεβού. Γιατί αυτή η μαγική, ερωτική, στοργική, εκπληκτική πόλη κάνει κάτι και φέρνει τους ανθρώπους κοντά με ένα μυστήριο τρόπο και μάλιστα εμφανίζει μπροστά σου αυτούς που θέλεις να δεις, όχι τους άλλους. Και είσαι, ας πούμε με Στέφανο Τσιτσόπουλο και Βάγια κάπου μεταξύ ταινίας «Ταμπού» και μουσικής Drog_a_tek, Cayetano και Psy (Gangnam Style) ή με Νίκο Θεοδωράκη μεταξύ Beatles καιSoul Jazz Orchestra ενώ έβγαιναν να παίξουν στην Αποθήκη –όπου δεν έπεφτε καρφίτσα– και όλοι συμφωνούσαν ότι το Womex που έγινε πριν από μερικές εβδομάδες στην πόλη ήταν εξαιρετικό και το χάρηκαν οι Θεσσαλονικείς και χόρτασαν μουσικές. Πολύ λάθος που το έχασα.
Να μην χάσεις, πάντως –γιατί όπου να ΄ναι θα βγει στις αίθουσες– την καινούργια ταινία του Κώστα Γαβρά, “Le Capital”, που ασχολείται με τις τράπεζες και τα οικονομικά και το αχόρταγο , αδυσώπητο σύστημα που μας δαγκώνει όπου μας βρει. Τα είπε ο Γαβράς όλα αυτά στη συνέντευξή του και είπε ότι πιστεύει ότι θα τα καταφέρουμε οι Έλληνες, που έχουμε περάσει πολλά, αν και δεν ξέρω αν τα είπε γιατί τα έχει μελετήσει το θέμα ή γιατί είναι γλυκός και αισιόδοξος άνθρωπος που θέλει στο τέλος να βλέπει τον αδύνατο να νικάει. Είναι και μια φυσιογνωμία ο Γαβράς που θα «έγραφε» στην οθόνη, αν αποφάσιζε να περάσει ποτέ μπροστά από την κάμερα.
Επίσης, μπορεί να περνάει και έτσι λίγο απαρατήρητο, αλλά ήταν το 53ο Φεστιβάλ τόσα πολλά χρόνια δηλαδή (πιο μεγάλο και από τους Beatles και τους Stones) και φαίνεται πως έχει πολλά ακόμη μπροστά του, με τους σινεφίλ που δουλεύουν για αυτό ή το παρακολουθούν – αν βέβαια είμαστε εδώ, και δεν μας έρθει εκείνο το τέλος του κόσμου που περιμένουμε και έχουμε δει τόσες πολλές φορές στο σινεμά.