Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα στην αίθουσα ακούω ένα κορίτσι δίπλα μου να λέει στην παρέα της, άλλα δυο κορίτσια κι ένα αγόρι, ότι έχει διαβάσει το βιβλίο και θέλει να δει πώς έγινε ταινία-γιατί όχι δηλαδή; ξέρω ότι θα βρεθώ κι εγώ στην ίδια θέση, αλλά όχι αυτή τη φορά, αυτή τη φορά δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Η ταινία είναι η επιλογή, ο David Fincher, που έχει τους κανόνες του με τα μυστήρια (Seven, Zodiac, Fight Club…) και με τα κορίτσια του (Το Κορίτσι με το Τατουάζ).
Το κορίτσι λοιπόν, η Amy (Rosamund Pike) εξαφανίζεται, όπως είχε εξαφανιστεί και η κυρία, αν λάβω υπ’ όψη μου τις Χιτσοκικές αναφορές και τις κλεφτές (κοντινές) ματιές του σκηνοθέτη, μέσα σε ένα κλίμα ακήρυχτου πολέμου (πες το γάμο) και τηλεοπτικού κυνηγητού της αλήθειας, των συμβάσεων και της υψηλής τηλεθέασης. Η αμερικάνικη επαρχία, το σκηνικό για να συμβούν όλα αυτά τα παράξενα. Παράξενα πράγματα, γιατί ο Nick (Ben Affleck) επιστρέφει σπίτι και δεν βρίσκει την γυναίκα του, αλλά ένα τραπεζάκι και μια αναστάτωση μαζί του, κομμάτια και θρύψαλα, που δείχνει κι αυτό πως κάτι δεν πάει καλά. Αλλά τίποτε δεν πάει καλά και ο Nick (ο πάρα πολύ καλός ο Ben Affleck, που παίζει στους ωραίους χαμηλούς του τόνους, τον άνετο και βαριεστημένο αρχικά, μετά τον ανήσυχο, τον πονηρό, τον αγχωμένο αλλά όχι και τόσο αγχωμένο, τον εξυπνάκια και αφελή, το θύμα και τον υπνωτισμένο από συζυγικά μαγνητικά κύματα), ο Νick λοιπόν, βρίσκεται σε πολύ ζόρικη θέση και του αξίζει (σκέφτεσαι), ως ένα σημείο βέβαια, η αστυνομία του την πέφτει, υποψίες πάνε κι έρχονται, αλλά κάτι δεν φαίνεται να κολλάει στο φταίξιμό του τελικά, ώσπου η εξαφανισμένη Amy εμφανίζεται–ζωντανή και με τις δικές της χάρες. Και αυτό συμβαίνει στη μέση της ταινίας. Το μυστήριο της εξαφάνισης δηλαδή λύνεται, αλλά και διαχέεται ταυτόχρονα στα υπόλοιπα «μυστήρια» που κάνουν το Gone Girl να περνάει στην καθοριστική μετά-μυστηριακή του φάση.
Σκηνές από ένα γάμο-που τροφοδοτούν συμβολικά την ιστορία, γιατί, όπως είπαμε, ανεξάρτητα από το βιβλίο της Gillian Flynn, η υπόθεση υπακούει στους κανόνες του μάστορα Fincher. Mε ρεαλιστικά υλικά, δημιουργεί υπερβατικά πια την δική του ιστορία, στα όρια της φαντασίας. Οι φαντασμένοι γονείς της Amy, η ανήσυχη αστυνομικός, η σπαστική γειτόνισσα, το προσωπικό ημερολόγιο, οι δημοσιογράφοι και τα σκάνδαλα κουδουνίζουν με φιλοσοφική σκληρότητα στις πρώτες κιόλας φράσεις του Nick (και όχι μόνο)…:
“Όταν σκέφτομαι την γυναίκα μου, σκέφτομαι πάντα το κεφάλι της…. Και τι είναι μέσα σ’ αυτό. Σκέφτομαι το μυαλό της, τον εγκέφαλό της, όλες αυτές τις σκέψεις που μετακινούνται μέσα στις σπείρες και τα πηνία σαν γρήγορες, ξέφρενες σαρανταποδαρούσες. Φαντάζομαι σαν παιδί να ανοίγω το κεφάλι της, να βγάζω το μυαλό της να ψάχνω μέσα του και να μελετάω τις σκέψεις της –Τι σκέφτεσαι Amy?”