Σίγουρα πράγματα. Κάπως έτσι θα ήταν στο burning man στην έρημο της Καλιφόρνιας όταν ο καιρός συμφωνούσε με το όνομά του. Μια κάψα από παντού. Στο Νότο, έχω την εντύπωση, τα πάντα είναι συμφωνημένα που λέει ο λόγος. Έκαιγε ο τόπος, σα να φυσούσε η θάλασσα με την πιο μεξικάνικη-καυτής πιπεριάς-ανάσα. Οι καλαμιές έκαναν λίγη σκιά, από κάποια στιγμή και μετά, αλλά όλος ο Μακρυγιαλός είχε βουλιάξει σε ένα σύννεφο ζέστης που θα ήθελες κάπου να μπορούσες να αποθηκεύσεις για τις κρύες μέρες του χειμώνα, τώρα με την κρίση που δεν ανάβουμε και καλοριφέρ.
Από την Αγιά Φωτιά μέχρι το Διασκάρι και ως τα ανατολικά του νησιού που φτάσαμε εκείνη τη μέρα, άπνοια ή καυτός αέρας, διάλεγες κι έπαιρνες, ή μάλλον σε διάλεγαν κι έπαιρναν αυτά, όπως όταν φτάσαμε στη Χιώνα και στον Κουρεμένο με τους σέρφερς που μάθαιναν στα παιδιά το πανί και τα κόλπα του και ο καιρός έβγαζε όλες τις αποχρώσεις της ζέστης και το νερό ήταν μονόδρομος, ξανά και ξανά.
Μετά ξεκινούσε το παιχνίδι με το κυνήγι των σκιών και το ‘ψάξε την επόμενη στάση’ μέχρι να γυρίσουμε πίσω στο χωριό, παρότι η δική μου η αίσθηση γενικά μιλώντας, είναι ότι δεν γυρίζουμε πουθενά, απλώς πάμε κάπου αλλού, αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή πάντα γυρίζουμε κάπου, και ούτε εγώ ούτε οι άλλοι μπορούμε να αποδείξουμε κάτι… ώσπου αρχίσαμε να λέμε άλλα πράγματα, εκτός από όλα εκείνα για την ομορφιά του τοπίου.
Την ομορφιά, που δεν θέλω να το πω αλλά το λέω-δεν την αξίζουμε. Διαπίστωση το δίχως άλλο αυτή, εκεί στο beachbar με την ωραία καλαμωτή και τη σκιά τη μεσημεριανή, oλό-μπροστά στη θάλασσα και στον ορίζοντα τον μπλε που δείχνει και στο Instagram εξωτικό όσο δεν πάει. Τέτοια ωραία θέα. Σε αυτή πάνω την θέα και ακριβώς επάνω της, έρχεται τότε ο ένας και ο άλλος οι παραθεριστές και παρκάρουν αμάξια. Όχι θάλασσα πια στα μάτια. Αλλά λαμαρίνα. Αυτή που άφησες πίσω σου στην πόλη και ήρθε και σε βρήκε. Ο οδηγός (ο ένας μετά τον άλλο) κλειδώνει, κάνει τον κύκλο του αμαξιού, ασφάλεια και περηφάνια, και κάθεται για τον καφέ, αυτόν που παραγγέλνει φουλ στα παγάκια μαζί με δυο παγωμένα νερά. Στο βάθος (που δεν βλέπεις) τα θαλασσινά νερά σε χαιρετούν. Μικρή λεπτομέρεια, ακόμη πιο χαριτωμένη: στα πέντε βήματα δίπλα, πέντε μετρημένα, φαρδύ πλατύ απλώνεται πάρκινγκ άδειο, δυο τρία αμάξια το πολύ. Να’ το ‘χεις εκεί να χαίρεσαι (που υπάρχει) σε αυτή τη ματαιότητα, ίσως και σε άλλη μία ακόμη.
Έκανα μια μικρή παράκαμψη από τις λαμαρίνες και πήγα για βουτιά, ευκαιρία έψαχνα κιόλας. Σε άλλη παραλία όμως, με πάρκινγκ για καβούρια, αχινούς και κάτι ψάρια που δεν ψαρώνουν να βγουν και να κόψουν κλήση σε όσους κόβουν τη θέα για τη θάλασσα. Το είδα σε όνειρο αυτό και μπορώ στο βεβαιώσω, είναι κάτι που θέλεις να συμβεί.