Κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Mόνο που είναι ήδη ο κόσμος ανάποδα, λες και ήταν ποτέ στα καλά του. Ποτέ δεν ήταν στα καλά του, ούτε στα ίσια του.
Και τώρα all is lost, με μια δεύτερη ματιά εντελώς χαμένα. Στο δράμα των ανθρώπων που φτάνουν στον Πειραιά σαν μουσκεμένα σακιά, μουλιάζουν και βαλτώνουν συζητήσεις, εκτιμήσεις, υπολογισμοί, αυστηρές γραμμές εξωτερικού (σαν τα μούτρα τους τ’ αγέλαστα) και μερικά δάκρυα βέβαια, για την πληρώσει τελικά όποιος έχει κάτι από καρδιά μέσα του ακόμα. Αλλά πώς αλλιώς να είσαι ζωντανός;
Όπου φτωχός κι η μοίρα του, λέει η μάνα μου. Για τις μοίρες των ανθρώπων που μπλέχτηκαν με την φτώχεια της χώρας, με τους μικρούς να χάνονται και τις μικροπολιτικές να ευημερούν, πάνω σε κάτι που μοιάζει με σχεδία στα ανοιχτά. Στα άγρια κύματα της πλατείας Βικτωρίας, στις φουρτούνες του Ελληνικού, στους βυθούς της Ειδομένης, για όσους τουλάχιστον κατάφεραν και πάτησαν στεριά.
All is lost. Και είμαστε ακριβώς στο σημείο εδώ που πρέπει να τα κερδίσουμε όλα πίσω. Ο κόσμος να’ ρθει ανάποδα.