Σήμερα στο blender(ακόμη) μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία:
“Μέρι. Μέρι Κρίστμας”
Είμαι η Μέρι. Μέρι Κρίστμας. Συνήθως με φωνάζουν με όνομα και επώνυμο μαζί – δεν απαντώ. Κάνω ότι δεν ακούω. Αναγκάζομαι να απαντήσω, όταν αναφέρουν και το όνομα του άλλου. Του Χάπι Νιου Γίαρ. Με τον οποίο δεν είμαστε ζευγάρι πια και θέλω να το διευκρινίζω. Δεν ξέρω πού βρίσκεται και δεν με νοιάζει. Ποιος ξέρει τι να κάνει κι αυτός…
‘Εχουν συμβεί τόσα πολλά στο μεταξύ. Μερικά είναι γνωστά, μερικά όχι. Όπως εκείνο που εξαφάνισα το Πνεύμα. Των πρώην και των μετά. Αυτό είναι γνωστό ή όχι; Η εξαφάνισή του είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη. Για λίγο. Την κοινή γνώμη την απασχολούν πράγματα πάντα αλλά για λίγο. Μετά από λίγο καιρό είχαν όλοι ξεχάσει. Το Πνεύμα ήταν σα να μην είχε υπάρξει ποτέ. Το ατύχημα με τα φωτάκια του δέντρου δεν ήταν ακριβώς ατύχημα. Τώρα περιφέρεται καρβουνιασμένο μερικές νύχτες για να με εκνευρίσει αλλά δεν δίνω πολλή σημασία. Το βάζω, αν έχω όρεξη δηλαδή, το βάζω να μαζεύει και τις στάχτες του.
Ο Νιου Γίαρ το υποψιάστηκε όμως και άρχισε τα γνωστά: –Μέρι δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, δεν ήταν σωστό και τέτοια, -Καλύτερα να κοιτάς τα μούτρα σου, του είχα πει – δεν είχαμε χωρίσει ακόμη – αλλά για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω ως τώρα τού έκανα το χατήρι να δω έναν ‘ειδικό’- έτσι το είπε – έναν ψυχολόγο.
Για πλάκα, πήγα. Αλλά το μυρίστηκα αμέσως πριν μπω καν στο γραφείο του. Τάρανδοι; What the fuck; Τάρανδοι αραχτοί έξω από την πόρτα;
Ο Νιού Γίαρ τα’ χει κάνει πλακάκια με τον Χοντρό.
Έτσι είσαι; Σκέφτηκα. Θα δεις. Το έπαιξα ανυποψίαστη και μπήκα μέσα. Μύριζε η ανάσα του αλκοόλ. Βότκα. Έκανε ότι χάρηκε πολύ που με είδε. Ακόμη και αν δεν τον είχα καταλάβει, με τα χο-χο-χο και τις μαλακίες θα είχαν χτυπήσει τα κουδουνάκια. Που χτυπούσαν ήδη, από τους τάρανδους έξω.
Γέμισε ένα ποτήρι βότκα και μου το έδωσε, μαζί με ένα πιάτο που είχε γύρω γύρω σχεδιάκια τάρανδους (τρώει κόλλημα ο παππούς μ’αυτά) και μέσα μελομακάρονα και κουραμπιέ – έναν κουραμπιέ. Ήθελε να φτιάξει ατμόσφαιρα, ήταν φανερό.
Τού είπα ότι δεν θα πάρω το γλυκό, εκείνος επέμενε, του είπα πάλι όχι. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με τη βότκα. Είπε Χάπι Νιου Γίαρ και του είπα, το’ ξερα. – Το ‘ξερα ότι τα έχεις σχεδιάσει όλα μαζί του.
Οκέι είπε αυτός, αλλά είναι, λέει, για το καλό μου. Και λοιπόν, ας κουβεντιάσουμε.
Τού είπα τότε ότι εγώ δεν μπορώ να κάνω σοβαρή κουβέντα με τύπους ντυμένους στα κόκκινα από την κορυφή ως τα νύχια και με πρόσθετες γουνίτσες σε γιακά και μπότες.
Αυτό ήταν το λάθος μου, ή μπορεί και να συνέβαινε έτσι κι αλλιώς – γιατί τότε, ο τύπος μου είπε ότι δεν φοράει κόκκινα από μέσα και άρχισε να ξεκουμπώνεται.
Αμάν, είπα.
Όχι Μέρι, δεν κατάλαβες, είπε αυτός. Είχε κατεβάσει ήδη το παντελόνι και ερχόταν προς το μέρος μου. Σου έχω φέρει δώρα.
Εκεί μπροστά μου ήταν μια από εκείνες τις κρυστάλλινες διακοσμητικές μπάλες που είχε μέσα τη φάτσα του και -μάντεψε τι άλλο;-ναι-τάρανδους, από τις βαριές μπάλες που τις αναποδογυρίζεις και χιονίζει μέσα τους. Την άρπαξα και έτσι μασίφ όπως ήταν, τη σήκωσα και του την κατέβασα στο κεφάλι. Το είχα δει και σε ταινία. Ακόμη περισσότερο κόκκινο. Fuck. Έκανα μεταβολή και βγήκα τρέχοντας.
–Μέρι, θα μου το πληρώσεις αυτό, φώναζε από μέσα.
–Στείλε μου το λογαριασμό στο σπίτι, του φώναξα. Και μην κάνεις τον κόπο να χτυπήσεις, πέταξέ τον από
την καμινάδα. Γερο-παράρα. Και έφυγα.
Γύρισα για ένα δευτερόλεπτο μόνο και χάιδεψα τον τάρανδο που καθόταν ακόμη έξω από την πόρτα. Τι να σου κάνω κακομοίρη μου, τα επόμενα Χριστούγεννα θα οργανώσω κάτι να σε σώσω. Υπομονή.
Ο Νιου Γίαρ τα πήρε στο κρανίο. Είπε ότι ήθελε να περάσει λίγο καιρό μόνος του. Fuck off του είπα κι αυτουνού και στο καλό. Και πως αν θέλει να γυρίσει, να φροντίσει να γίνει πρώτα Ρίλι Χαπι Νιου Γίαρ και μετά να’ ρθει και βλέπουμε.
Αυτά από την Μέρι για την ώρα. Μέρες που είναι, μη χανόμαστε.