Ας πούμε μια ιστορία. Εκείνη με το μαρτίνι και τον Frank Sinatra. Και ξεκινάει κάπως έτσι. Ή μάλλον ξεκινάει ακριβώς έτσι:
Ήταν τότε που είχε έρθει στην Αθήνα για την συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο- Ιούνιος του 1992- ο Φράνκι στα 78 του χρόνια μας τιμούσε με την παρουσία του. Θα ερχόταν, όπως και ήρθε, θα τραγουδούσε, θα έφευγε. That’s it. Ξεκάθαρα και ‘ξηγημένα, ούτε συνεντεύξεις, ούτε πολλά πολλά, γιατί αυτός είναι ο Φράνκι.
Εγώ στο πολιτιστικό τμήμα ήδη, στα ΝΕΑ, δεν ένοιωθα καλά να είμαι στο γραφείο ενώ στην ίδια πόλη βρισκόταν ο Frank Sinatra, παρότι όπως είπαμε, οι διοργανωτές το είχαν πει:-δεν θα μιλήσει στον Τύπο.
ΟΚ, αλλά δεν απαγορεύεται να καθήσει κάποιος στο σαλόνι του «Αστέρα» της Βουλιαγμένης. Ευγενέστατα ο Βασίλης Μεντζελόπουλος υπεύθυνος της διοργάνωσης μου υπενθύμισε το απαγορευτικό. Με πληροφόρησε επίσης ότι ο κύριος Σινάτρα καθόταν έξω στην βεράντα με την παρέα του και έπινε το ποτό του.
Δεν θα ενοχλήσω, είπα, θα πω ένα ‘ειά.…Πάει κι έρχεται ο Βασίλης (του χρωστάω πάντα μεγάλο ευχαριστώ). Μου λέει – κοίτα, θα σε πάω ως εκεί, αλλά από εκεί και πέρα είσαι μόνη σου. -Deal είπα. Και πήγα ως το τραπέζι που καθόταν ο Frank Sinatra και η παρέα απολαμβάνοντας ηλιοβασίλεμα, σε πολύ καλή διάθεση και χαμογελαστός και αφού χαιρέτησα και συστήθηκα ευγενικά – είμαι δημοσιογράφος μπλα/μπλα και θα ήθελα, αν γίνεται, απλά έτσι, λίγα λόγια, από εσάς… μου είπε να κάτσω.
Και κάθισα και με κέρασε μαρτίνι. Και άρχισε να μιλάει χαλαρά και να λέει διάφορα και έτσι είχαμε την μοναδική συνέντευξη του Frank Sinatra στον ελληνικό Τύπο.

Σαν σήμερα το 1915, στο Hoboken του New Jersey γεννήθηκε ο Francis Albert Sinatra.
Χρόνια αργότερα, σε μια άλλη συνέντευξη με την κόρη του τη Νάνσι ανέφερα την ιστορία και της άρεσε και μιλήσαμε αρκετά και δώσαμε ραντεβού και τη συνάντησα στο Παρίσι (αλλά αυτό είναι άλλο ποστ για άλλη ώρα).
«Δεν νοιώθω ξένος» ήταν ο τίτλος στα ΝΕΑ την επόμενη μέρα. Και το κομμάτι, ανάμεσα σε άλλα, έλεγε και αυτά:
“Heyy.. I’m empty” – υψώνει το ποτήρι για ένα ακόμη μαρτίνι… Κοιτάει γύρω και απολαμβάνει τη θέα.
–Έπρεπε να είχε έρθει η Μπάρμπαρα (η γυναίκα του). Της το είπα εγώ. Επέμενε να γυρίσει σπίτι. Είχε δουλειές, γιατί, ξέρεις, έχουμε αγοράσει ένα καινούργιο σπίτι στη Νότια Καλιφόρνια με καταπληκτική θέα στον ωκεανό…Από εκεί που είμαι μπορώ να κατεβαίνω κάθε τόσο και στο Μεξικό. Να, και η Ελλάδα μου θυμίζει Μεξικό…
Μετά ο διοργανωτής του λέει ότι είμαι από την εφημερίδα που είχε γραψει πρώτη για την συναυλία του: τα μπλε μάτια βλέπουν Αθήνα.
-Μπλε μάτια; Μπλε μάτια πριν δεκαπέντε χρόνια. Τώρα κόκκινα μάτια.
Πετάει κάθε τόσο ιταλικές λέξεις, αστειεύεται, κερνάει καροτάκια τους φίλους – και εμένα – ζητάει να του φέρουν ένα ακόμη πακέτο camel “το μικρό”. Έρχεται και το δικό μου μαρτίνι. Θέλω να βγάλω μπλοκ και να κρατάω σημειώσεις, αλλά εκτιμώ ότι αυτό θα καταστρέψει την ατμόσφαιρα ίσως, οπότε σημειώνω στο μυαλό μου – δε γίνεται αλλιώς.
-Πριν από λίγες μέρες (λέω) ήταν ο Paul Anka εδώ και έλεγε πόσο ευτυχής είναι που τραγουδήσατε εσείς το My Way
–Εχω πει και άλλα τραγούδια του Πολ. Τον αγαπάω πολύ. Τον έχω κάπως σαν γιο μου. Όχι λόγω ηλικίας…επειδή είναι μικροκαμωμένος. Του λέω συνέχεια, Πολ κάτσε και γράψε κι άλλα τραγούδια, αλλά εκείνου του αρέσει να αράζει στον ήλιο. Ομολογώ πως έχει πάντα ένα υπέροχο ροδοκόκκινο χρώμα. Αλήθεια, πού τραγούδησε ο Πολ;»
Τον ενημερώνω για το πού είχε τραγουδήσει ο Paul (στον «Διογένη») και εκεί ξεκινάει η κουβέντα να γίνεται πραγματικά ενδιαφέρουσα. Ο Σινάτρα αρχίζει τα φλας-μπακ στο Λας Βέγκας.
-Τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του πρέπει να το έχει κάνει κανείς αυτό. Να έχει παίξει στο Βέγκας. Ολες αυτές οι ‘τυχερές’ μηχανές. Θυμάμαι η μάνα μου – ο θεός να αναπαύει την ψυχή της – πήγαινε κι έπαιζε τακτικά, θυμάμαι τα κέρματα που έβρισκα στο σπίτι.
-Και το ροκενρολ όμως, που δεν συμπαθούσατε και τόσο πολύ στην αρχή, πήγε κι αυτό Λας Βέγκας».
Γελάει.
-Μια χαρά είναι κι αυτό. Σταματάει και ακούει προσεκτικά τη μουσική που παίζει γύρω.
-Βιολί. Τ’ ακούς;
Φυσικά το ακούω.
–Τι μανία! Προσωπικά, δεν θέλω βιολί στην ορχήστρα. Όπου πάω όμως να’σου κι ένα βιολί.
Και πάλι πίσω στο Λας Βέγκας: -Να σου πώ darling για τότε που είχαμε βρεθεί με τα παιδιά εκεί…» Και per favore…σηκώνει πάλι το ποτήρι και συνεχίζει την ιστορία, ενώ με τα ιταλικά και τις αφηγήσεις από το καζίνο νοιώθω λίγο Κορλεόνε ατμόσφαιρα.
Έδειχνε ότι περνούσε μια χαρά και εμφανέστατα δεν είχε μετανοιώσει που είχε αρνηθεί πρόσκληση σε δείπνο από το πρωθυπουργικό ζεύγος.
Άφησα την παρέα στο Λας Βέγκας και έφυγα σφαίρα για την εφημερίδα να γράψω.
Την επομένη βγήκαμε με την συνέντευξη. Αν είχα μείνει περισσότερο ίσως και είχα μεθύσει παρέα με Σινάτρα. Ήπιαμε όμως τα μαρτίνι μας με τον Φράνκι. Και δεν το λες λίγο αυτό.