Κατασπάραξε τους ανθρώπους, έλιωσε τα ζωντανά, άπλωσε μαύρο και στάχτη και το θάνατο, κρεμασμένο στα καμμένα κλαδιά να κοιτάει τη θάλασσα που δεν άφησε τους ανθρώπους να τη φτάσουν.
Δεν το χωράει το μυαλό.
Έχω δει τη φωτιά να κυκλώνει, έχω βρεθεί σε αποκαΐδια που κάπνιζαν ακόμη, έχω νοιώσει την καμένη σάρκα, έχω δει ανθρώπους μέσ’τη μαυρίλα να γονατίζουν μπροστά σε αυτό που κάποτε ήταν κάτι.
Έχω δει τον διακόπτη να γυρίζει απότομα από τον παράδεισο στην κόλαση. Και αυτό δεν το χωράει το μυαλό κανενός.
Στο Μάτι, δεν είχα πάει ποτέ, ίσως και να είχα πάει παλιά και να μην το θυμάμαι, αλλά πήγα πέρσι (πρόπερσι;) και ένοιωσα εκείνο το στένεμα από τα μικρά δρομάκια, το ζόρι του αμαξιού να περάσει, την αίσθηση του κλεμμένου χώρου. Αλήθεια το ‘νοιωσα. Στο βάθος ήταν η θάλασσα. Αλλά θα έπρεπε να φτάσεις πρώτα ως εκεί. Και όχι κυνηγημένος.