Μην μασάς. Οι θεοί δεν πεθαίνουν.
O Diego φίλε, γλιστράει, ξεφεύγει, έχει πάρει την μπάλα και τρέχει. Και μην τον είδες. Τον είδες; Τη μια εδώ, την άλλη εκεί ο θεός.
Αν ήταν μηχανή ο Μαραντόνα θα τον φρέναρες, αν ήταν ποδοσφαιριστής και μόνο, θα τον τραβούσες από την φανέλα, αν ήταν μια χώρα θα είχε εχθρούς και φίλους. O Diego, από τις φτωχογειτονιές της Αργεντινής, στους υπερθετικούς του κόσμου. Στις λάσπες και στους ουρανούς.
Από το Μπουένος Άιρες, “βασιλιάς της Νάπολης”. Πονούσε όταν έχανε γιατί πονούσαν οι φαν της ομάδας. Είχε και αυτό που τσάτιζε πολλούς, που σήκωνε το μεσαίο δάκτυλο. Ναι – και στον εαυτό του. Μετά βουτούσε στα βαθιά. Τον έχανες. Έχανε κι αυτός τον εαυτό του. Πώς θα ήταν θεός, αν δεν ήταν άνθρωπος;
Θυμάμαι τον Μαραντόνα, που βλέπαμε στην τηλεόραση με τον πατέρα. –Κοίτα πώς και τι, δες πώς κρατάει την μπάλα στα πόδια του, δες πώς κατεβάζει την μπάλα.
Και βλέποντάς τον, απορούσα πώς υπήρχαν άνθρωποι που δεν τους άρεσε, λέει, το ποδόσφαιρο, που δεν μπορούσαν να δουν μπροστά στα μάτια τους την υπέρτατη τέχνη του Diego, την μαγεία κάθε κίνησης, στο ξεπέταγμά του μπροστά, κάθε ευφάνταστη ιδέα του που σε κλάσμα δευτερόλεπτου και αντανακλαστικά ξεσήκωνε εκατομμύρια, φώτιζε ζωές, σκόρπιζε ελπίδα, σαν οι λαοί να κέρδιζαν μάχες, να έπεφταν κάστρα, να νικούσαμε.
Δεν ξέρω αν “έγινα” Αργεντινή χάρη στον Diego και τα παιχνίδια που βλέπαμε με τον πατέρα, που με τον τρόπο που είχε ο Τάκης να μιλάει γι’ αυτά, τα έκανε ακόμη πιο μαγικά.
Και έτσι τώρα, όπως είναι η ζωή σταματημένη σε όλο τον πλανήτη, στην Αργεντινή σταμάτησε κι άλλο.
Και εμείς; Εμείς τυχεροί, που ζήσαμε τρελά, απίστευτα, μοναδικά, συναρπαστικά, πολύτιμα, με τους ήρωες μας. Μη μασάς. Δεν πεθαίνουν.