Κάπου τέτοιες μέρες πριν την πανδημία ήταν. Στον δρόμο.
Αφήσαμε πίσω τη Νέα Υόρκη, κατευθυνόμαστε νότια. Με ένα πρόγραμμα, σαν τα σκίτσα του Τζον Λένον- φλου.
Έτσι περάσαμε στη Virginia. Και ήταν ώρα να σταματήσουμε για λίγο. Για φρεσκάρισμα, για ανασύνταξη δυνάμεων, γιατί έτσι πρέπει να ταξιδεύεις – κάθε τόσο να σταματάς.
Βγαίνουμε από το αμάξι και απομακρύνομαι λίγο να δω γύρω, εξοχικά όπως ήταν, την περιοχή.
Οι άλλοι της παρέας έχουν πάει να ρίξουν νερό στο πρόσωπο, να ξεμουδιάσουν.
Εγώ περιφέρομαι με το κινητό στα χέρια, ανάμεσα στα Natural Wonders της Virginia και τις πινακίδες με τα στόρι τους. Δεν με ψάχνει κανείς.
Μελετάω στους πίνακες τα τεράστια πάρκα και το φυσικό τούνελ – που κάποτε το είπαν και 8ο θαύμα- το Great Dismal Swamp και τα δέντρα που ζουν μέσα στους βάλτους, τους καταρράκτες και τα ποτάμια, μπροστά από το πανύψηλο V του Virginia is for Lovers. Έχω βουτήξει στον χάρτη και κρατάω σημειώσεις στο μυαλό μου.
-Κι αν θέλετε, μπορώ να σας φωτογραφίσω.
Είναι ένας άντρας – δεν τον είχα δει να πλησιάζει – που προσφέρεται, φαντάζομαι από τουριστική αλληλεγγύη, και λέω ναι, γιατί όχι. Και του δίνω το κινητό. Αφού δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά με τις selfie.
Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει μια περιπέτεια καταδίωξης, μια ιστορία τρόμου, ένα θρίλερ μυστηρίου. Αντί γι αυτά ξεκίνησε το ταξίδι. Αποφάσισα να πω το σημείο ‘αφετηρία’. Δεν αργήσαμε να ξαναβγούμε στον δρόμο.
Και η φωτογραφία ήταν OK. Όπως την βλέπετε.