Κάπου, λες, θα την έχω συναντήσει. Και το πιστεύω ότι μπορεί. Την Τιτίκα Δασκαλάκη.
Στο κατάστρωμα του πλοίου για την Κεφαλονιά ή τη Ζάκυνθο. Σε μια αγορά γεμάτη κόσμο. Σε κάποιο από εκείνα τα βιβλιοπωλεία που τρίζουν τα ράφια τους. Σε ένα φυτώριο μπροστά στις τριανταφυλλιές. Στην ουρά που περιμέναμε για εισιτήριο του σινεμά. Στη θάλασσα, ναι-ναι, εκεί. Αλλά και…μάλλον όχι. Ποιος το λέει με σιγουριά;
Όμως, μ’ έναν γλυκό τρόπο έφτασε η “Αντάρα”, τα ποίηματά της στα χέρια μου. Και σκέφτηκα να μοιραστώ εδώ κάποια από αυτά μαζί σας. Και το ξανασκέφτομαι…Μα, πού να έχουμε βρεθεί;
Δρόμοι
Πόσο αγαπώ
τους Δρόμους!
Τους ήσυχους και τους πολύβοους.
Τους καθαρούς με τις δεντροστοιχίες
τους βρώμικους με τα καυσαέρια
τους φωτεινούς
τους σκοτεινούς
Όλους τους δρόμους
που υπόσχονται
κάποιο ταξίδι
Μα πιο πολύ εκείνους
που τελειώνουν ξαφνικά
σε χωράφια
που δεν έχουν μπει
στο “σχέδιο πόλεως”.
~ * ~
Σαββατόβραδο
Όλοι αδειάσαμε στη νύχτα
κάθε σκέψη
γι’ αυτό και τούτη
γέμισε μαυρίλα!
Το πέτρινο νεκρό φεγγάρι
είναι καιρός που μας κυττάζει
σαν κουρασμένη λάμπα
σε θάλαμο νοσοκομείου!
Δεν έμεινε
ούτε ο ήχος της σιωπής!
Μονάχα
ανάσες εφιαλτικές
και πλήθος φορτηγά
βαριά από νύστα ατέλειωτη
και βόμβο
μέχρι το ξημέρωμα …
που ακούγεται
η Καμπάνα
το ξυπνητήρι του Κατεστημένου
για τους Πιστούς μιας Κυριακής!…
~ * ~
Τραγούδι
Πάντα μια θάλασσα
απλώνεται στη σκέψη μου
κι εγώ πλεούμενο
με κόκκινο πανί
κόντρα στο κύμα, στον άνεμο
κόντρα,
α ν τ έ χ ω
ζητώντας όχι – όχι λιμάνια
μα έναν ορίζοντα
πλατύ και μακρινό
του ήλιου τα χαμόγελα να γράφει
πάνω στο αύριο.
>Τιτίκα Δασκαλάκη, “Αντάρα“, Αθήνα 1974, εκδ. Δίφρος.