Πατέρα άκου. Πήγα, έφτασα, ήρθα. Κατέβηκα, Κάτω Μεριά, Αρκεσίνη, Καλοταρίτισσα, ρώτησα, μου είπαν, βρήκα. Να’ σουνα εδώ πατέρα.
Πήγα στο χωριό. Μεσημέρι, ζέστη, Ιούνιος. Πήρα το δρομάκι στις ξερολιθιές ανάμεσα. Μέσα στην Κολοφάνα, σου λέω. Μου το είπαν, στα Ξενοτάφια. Τα βρήκα. Πέτρα και φραγκοσυκιές. Που σ’ άρεσαν και τα φραγκόσυκα. Και εμένα που μ’ αρέσουν οι κάκτοι, λες γι’ αυτό;
Καταμεσήμερο όμως. Μπήκαμε στο χωριό. Πρώτα ρωτήσαμε στο δρόμο, ένα παιδί μας έδειξε που είναι τα Ξενοτάφια (μήπως Κενοτάφια;) προς την πλαγιά έδειξε, απέναντι. Στο χωριό, ψυχή.
Μυρίζει ξερολιθιά και θυμάρι και κάπου κάπου ‘σκάει’ καμμιά ψιλή σκιά.
Τότε που λες πατέρα, βλέπω τη γυναίκα, μαύρα ρούχα, άσπρα μαλλιά, σα να’ μοιαζε με τη γιαγιά μού φάνηκε. Στην αυλή, βγαίνει από το σπίτι, ή μάλλον μπαίνει πάλι μέσα. Προλαβαίνω και την χαιρετάω. Γυρίζει να με δει. Και τη ρωτάω τότε… αν ήξερε τον Μάρκο τον Μαρκουλή και τη Μαρία την Κωβαίου; Ναι μου λέει, αμέσως. Από εκείνους, το σπίτι… Και σε εκείνα έμεναν, λέει, και μου δείχνει και κάποια άλλα κάπως πιο ψηλά. Έρημα, αφημένα, πέτρες στον ήλιο και ασημόπετρες στο φεγγάρι.
Εδώ γεννήθηκε ο πατέρας μου, της είπα. Αλλά έφυγαν όταν ήταν μικρός, μωρό σχεδόν, πολύ μικρός για να θυμάται.
Όμως πατέρα «θυμόσουν» γιατί τα’ χες ζωγραφίσει με την φαντασία σου,
από όσα σου’ λεγαν τα πιο μεγάλα αδέλφια, η Μαρουσώ κι ο Νικήτας. Και όλο και κάπου ξεπηδούσαν τα ονόματα – Αρκεσίνη, Κάτω Μεριά, Καλοταρίτισσα. Αγία Παρασκευή, Κολοφάνα – Και όπως τα’ λεγες εσύ, έτσι τα βρήκα. Τα ταυτοποίησα. Ακούμπησα στις πέτρες, κάθισα στο πεζούλι.
Δεν έμεινε για πολύ εκεί η γυναίκα, μπήκε στο σπίτι μέσα γρήγορα. Η ζέστη, βλέπεις. Μου είπε ότι την έλεγαν Σοφία. Στο Βρούτση αργότερα, στου Γιωργαλίνη, που φάγαμε κι ωραία).
Και μετά, πόσες φορές δεν τα’ λεγες! Τα Παραδείσια! Να μυρίζουν τα σχίνα και η αλμύρα και να φέρνει η θάλασσα στον όρμο μικρούς παράδεισους, που πιο Κυκλάδες δεν έχει. Όπως τάλεγες πατέρα, Τάκη Παραδείση, έτσι τα βρήκα.
Και στην Αγία Παρασκευή μετά. Πώς δεν θα πήγαινα! Κάθισα στα σκαλιά της και έβγαλα την φωτογραφία. Θα την βρω όμως και την άλλη, που είχες πάει μια φορά πατέρα, μόνο μια φορά και στάθηκες εκεί, στο ίδιο σημείο.
Τα βρήκα όλα. CSI Amorgos. Γιατί, ρωτώντας, πας στην πόλη.
Είχαμε που λες, σταματήσει στην ωραία Κατωμερίτισσα. Εκεί φάγαμε την καλύτερη ομελέτα της ζωής μας! Και πιάσαμε κουβέντα. Με την κυρία Μαρία, την Ευδοκία, την Γεωργία. Και κάπως έτσι, πατέρα, έφτασα στην Κολοφάνα. Κι έχω πολλά ακόμη να πω. Ακόμη και να σε πάω και βαρκάδα .
Αγκάλιασα την Αμοργό και την Κρήτη της καρδιάς μου.