
Ο προορισμός μας ήταν το Νάσβιλ. Είχαμε φτάσει Νέα Υόρκη, ενδιάμεσος σταθμός για να συνεχίσουμε νότια.
Τσεκάραμε την πύλη αναχώρησης, όλα εντάξει. Μόνο που θα πρέπει να περιμένουμε, μας είπαν. Η πτήση για Νάσβιλ έχει καθυστέρηση. Θα φτάσουμε αργά, είναι ήδη αργά, δεν ξέρουμε πόσο θα περιμένουμε ακόμη. Γυρίζω δεξιά κι αριστερά, σκοτώνοντας ώρα. Είναι όλα σα να τα έχεις δει ξανά. Τα έχεις δει ξανά.
Και όμως. Να μια ιδέα.
Είχα διαβάσει και τους ύμνους από τον Stephen King. Θα υπήρχε όμως στο αεροδρόμιο; Έπρεπε να ψάξω, ήξερα- πολύ -καλά -τι -ήθελα να βρω. Το The Road του Cormac McCarthy, είχε κυκλοφορήσει μόλις πριν λίγους μήνες. Να το! Εδώ μπροστά μου. Με το μαύρο εξώφυλλο, εκδόσεις Vintage International Penguin Random House).
287 σελίδες. Ξεφυλλίζω. Μέχρι να φτάσω πίσω στις θέσεις μας, στην είσοδο της πύλης επιβίβασης για την πτήση προς Νάσβιλ, αυτή με την καθυστέρηση, έχω αρχίσει ήδη να διαβάζω.
Μικρές παράγραφοι, διαστήματα, οι χαρακτηριστικές κοντές προτάσεις του McCarthy. Οι διάλογοι. Κοφτοί. Όλη η δύναμη σε μια σιωπή. Μια λέξη. Δυο λέξεις. The Road.
Επιβιβαζόμαστε. Η θέση μου παράθυρο, όπως πάντα. Όπως τις περισσότερες φορές.
–Αν θες κλείσε τα μάτια σου για λίγο…
Δε νομίζω. Διαβάζω. Διαβάζω το βιβλίο που δεν μπορώ να αφήσω από τα χέρια μου.
Η Αμερική απλώνεται κάτω σκοτεινή, σα να την έχει καταπιεί η γη. Μόνο γραμμές από φως κάπου κάπου και σύννεφα της νύχτας.
Σελίδα με την σελίδα, ο έρημος κόσμος διαλυμένος, μετά την καταστροφή, τελειωμένος σπαρμένος μόνο απειλές- εκεί, στο βιβλίο. Ένας πατέρας και ο γιος του, μόνοι στην ερήμωση σέρνουν ένα καρότσι και μια ελπίδα, να βγουν στην άκρη, στην ακτή. Στη θάλασσα.

These are our roads, the black lines on the map. The state roads.
Why are they thw state roads?
Because they used to belong to the states.
But there’s not any more states?
No.
Το αεροπλάνο κοιμάται. Είναι αργά.
Ίσως είμαι η μόνη. Μ’ ένα φωτάκι πάνω και τα μάτια μου στον Δρόμο. Η αεροσυνοδός μου δίνει μια μικρή συσκευασία με αλμυρά μικρά μπισκότα. Και νερό. Ψιθυρίζει – Καλό βιβλίο αυτό που διαβάζεις; Το καλύτερο της απαντάω.
Στην σκοτεινή απεραντοσύνη κάτω βλέπω λάμψεις. Εδώ κι εκεί. Κάπου τίποτε και κάπου σερί από αυτές. Αστραπές και κεραυνοί ‘ζωγραφίζουν’ στο μαύρο φόντο. –Κοίτα κάτω. Ανοίγει τα μάτια. Γέρνει προς το παράθυρο. Τι θέαμα!
-Διαβάζεις ακόμη; – Διαβάζω. Σε λίγο φτάνουμε. ‘Όχι ακόμη, αλλά σε λίγο.
Φτάνουμε μετά τα μεσάνυχτα στο Νάσβιλ. Μας περιμένουν. Οι άνθρωποι του Jack. Αργήσαμε. Όλα καλά. Την επόμενη μέρα πήραμε τους δρόμους.
– Ο Δρόμος του Cormac McCarthy κυκλοφορεί – σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή – από τις εκδόσεις Gutenberg







