Λίγες μόλις μέρες μετά την πρεμιέρα του στο Sundance είδαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Move Ya Body : The Birth of House.
Σικάγο – τέλος δεκαετίας 70, αρχές 80ς.
Απέναντι στη disco που κέρδιζε όλο και μεγαλύτερο κοινό στα 70ς, με τους δίσκους να ανεβαίνουν στα charts και τα κλαμπ να γράφουν ιστορία, υπήρχε αντίδραση, μια I hate disco κόντρα. Ένας από ραδιοφωνικούς DJ στο Σικάγο γνωστός για την αντι-ντίσκο στάση του, προμοτάροντας ένα μεγάλο μπέιζμπολ αγώνα από την εκπομπή του, καλούσε τους ακροατές να πάνε στο στάδιο, φέρνοντας μαζί τους δίσκους ντίσκο, να τους παραδώσουν εκεί όπου στην συνέχεια θα τους ανατίναζαν με μεγάλη έκρηξη. Αυτό, ένα από τα πιο ακραία προμόσιον, θα έμενε στην ιστορία ως η Disco Demolition Night, η νύχτα της κατεδάφισης της ντίσκο, 12 Ιουλίου του 1979.
Ανταποκρίθηκε πολύ περισσότερος κόσμος, από όσους περίμεναν, κυρίως για να δουν την έκρηξη και όχι τόσο για τον αγώνα. Άλλοι πέταγαν δίσκους στην φωτιά ή τους εκσφενδόνιζαν στον αέρα, ένας χαμός, με χαρακτηριστικά ρατσιστικά και ομοφοβικά, κατά των μαύρων και των γκέι που γέμιζαν τα κλαμπ και στήριξαν με τις παραγωγές την σκηνή.
Εκείνο το βράδυ έτυχε να βρεθεί εκεί ένας νεαρός DJ, ο Vince Lawrence, και παρακολούθησε τα γεγονότα. Λίγο αργότερα και με λίγα χρήματα που κατάφερε να μαζέψει, αγόρασε ένα συνθεσάιζερ. Με αυτό το συνθεσάιζερ και με τον Jesse Saunders μαζί ο Lawrence ηχογράφησαν το θρυλικό On & On, από τους πρώτους ύμνους της house – και δημιούργησαν ένα νέο μουσικό είδος. Από ένα μουσικό ιδίωμα του underground Σικάγο, παγκόσμιο φαινόμενο.

O Vince Lawrence στη μέση, ανάμεσα στον σκηνοθέτη Elegance Bratton και στον Chester Algernal Gordon.
Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα στον Lawrence το βράδυ μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ στο Ολύμπιον ήταν η σεμνότητά του.
Οι χαμηλοί τόνοι της φωνής του, καθώς περιέγραφε την εποχή, τη σκηνή, τις βραδιές στο Warehouse που παρακολουθούσε τον Frankie Knuckles να παίζει τους «επαναστατικούς του ήχους». Το Σικάγο. Που όπως είπε ο Elegance Bratton o σκηνοθέτης – κι αυτός στη Θεσσαλονίκη – η πόλη, το Σικάγο είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στην ταινία. Μπαίνοντας στο Limelight το περίφημο κλαμπ της Νέας Υόρκη , ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι εκείνα που οι άλλοι μου έλεγαν ότι ήταν μειονεκτήματά μου, ήταν οι υπερδυνάμεις του – είπε ο Elegance.
Το Move Ya Body είναι και ιστορικό και πολιτικό ντοκιμαντέρ – δείχνει τον ρατσισμό που εκφραζόταν απέναντι στα μουσικά κινήματα, στη ντίσκο, τότε, που κέρδιζε έδαφος. Ήθελαν να τα σταματήσουν, με κάθε τρόπο, λέγοντας – μείνετε εκεί, μείνετε στη θέση σας.
Αυτό που θέλει να πει το ντοκιμαντέρ είναι: Συνεχίστε να αγωνίζεστε, μέσα στους πολύ σκοτεινούς και δύσκολους καιρούς που ζούμε – πρέπει να αγωνιστούμε για να κρατήσουμε την ελευθερία μας.
Η ιστορία του Vincent μιλάει για ένα όνειρο που γεννήθηκε μέσα από την απόρριψη και δημιούργησε ένα μουσικό είδος που συνεχίζει να ενώνει και να απελευθερώνει τους ανθρώπους. So move ya body, fight racism, fight homophobia.
Στο μεταξύ, μάθαμε και το άλλο, το …ποιος να το φανταστεί!
Ότι το ντοκιμαντέρ δεν θα γινόταν, αν η Hillary Clinton δεν ήταν τόσο μεγάλη house music fan! “househead” – Η Hillary Clinton βοήθησε ουσιαστικά. Γιατί η Hillary είναι από το Σικάγο. Και έχει και μια εταιρία παραγωγής, την Hidden Light μαζί μάλιστα με τον Sam Branson, που είναι ο γιος του Richard Branson, μουσικός και ο ίδιος – να, άλλη μια σύνδεση στη μουσική.
Και θυμήθηκα και το άλλο.
Σε μια συνέντευξη που είχα κάνει παλιότερα για ΤΑ ΝΕΑ με τον Ry Cooder, τον σπουδαίο Ry που είχε εμπνευστεί και είχε κινήσει γη και ουρανό (μαζί με τον Nick Gold της World Circuit) για να γίνει το θρυλικό Buena Vista Social Club – μού είχε πει λοιπόν ο Cooder, ότι τίποτε δεν θα είχε καταφέρει, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Bill Clinton να δώσει visa στους μουσικούς και να διευκολύνει τα πήγαινε – έλα στην Κούβα ώστε να γίνει η ηχογράφηση και να γυριστεί το ντοκιμαντέρ Buena Vista. Γνωστό το μουσικό ενδιαφέρον του πρώην Αμερικανού Πρόεδρου σαξοφωνίστα…Και θυμήθηκα και το άλλο. Που τον είχε καλέσει ο Elton John στη μεγάλη συναυλία με γκεστς για τα γενέθλιά του στο Madison Square Garden στη Νέα Υόρκη και τον είχε ανεβάσει στη σκηνή και έπαιξε σαξόφωνο. Και μετά ο Bill επέστρεψε στη θέση του, που ήταν ακριβώς μπροστά μας, γιατί είμασταν κι εμείς εκεί. 😉