Εκείνη τη μέρα πήραμε το αμάξι του φίλου μας και βγήκαμε στο δρόμο προς τον ωκεανό. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από το New Jersey χωρίς να κάνουμε τη μεγάλη βόλτα του Asbury Park. Πολύ βαθιά χαραγμένα τα γράμματα – Greetings from Asbury Park μέσα μας, πολύς Bruce στη ζωή μας.
Εκείνη τη μέρα έκανε ζέστη. Καμία σχέση με το κρύο της προηγούμενης και την έντονη ψύχρα της επόμενης. Ένα απότομο τίναγμα της θερμοκρασίας- σαν προμήνυμα καλοκαιριού, ότι κάπου στο βάθος είναι κι έρχεται. Τα κορίτσια θα φορέσουν τα καλοκαιρινά τους, απλά περίμενε λίγο για αυτή την sunny day.
Κατεβάσαμε ταχύτητα καθώς κατεβαίναμε την Fifth Avenue προς την Ocean,
είχε αρχίσει ήδη να μας χαϊδεύει από το ανοιχτό παράθυρο αέρας Ατλαντικού – και μια και ήταν μάλλον νωρίς για μεγάλες περαντζάδες στην παραλία όταν φτάναμε, αφήνουμε το αμάξι εύκολα σχεδόν πίσω από το Wonder Bar. Το γελαστό αγόρι μας υποδέχεται από μακριά. Γνωστό για τα live, το ‘ζωντανό’ πνεύμα του και για την απίστευτη τύχη κάποιων να πηγαίνουν εκεί για μια μπύρα και πετυχαίνουν το Αφεντικό σε κέφια, να αρπάζει κιθάρα έτσι για την παρέα και όπου μας βγάλει η νύχτα. Συμβαίνουν τέτοια εκεί στην αύρα της θάλασσας. Φαντάστηκα ότι θα είχε συμβεί και σε εμάς.
Με έναν χαλαρό, συγκινητικό καλπασμό, φτάνουμε στο One Stone Pony. Είναι το σημείο που έχω κυκλώσει πρώτο στον χάρτη μου. Είναι εκεί, που ο Bruce πάτησε το πόδι του το 1974, όπως είναι καταγεγραμμένο στα χρονικά. Στη σκηνή του One Stone Pony έδωσε τα πρώτα ξεκάθαρα δείγματα ότι δεν ήταν ένας ακόμη νεαρός με καλή live μπάντα, αλλά μια live μπάντα που θα άλλαζε τα live για πάντα.
Πρωτόπαιξε εκεί με τους The Blackberry Booze του Steve Van Zandt και του Southside Johnny.
Κι έπειτα ακόμη πολλές φορές. Και πολλές από αυτές μπροστά σε ένα κοινό , που όπως είπαμε και πιο πριν, είχε βγει έτσι, για μια μπύρα.
Σημειώνω και αυτό. Ότι στην πραγματικότητα, λένε, το ο Bruce δεν πήρε το βάπτισμα του πρώτης λάιβ εμφάνισής του στο Asbury Park εκεί, αλλά στο Upstage Club στο 702 της Cookman Avenue , πιο πριν, το ’69. Ας τα ξεκαθαρίσουν οι ιστορικοί αυτά.
Εγώ στέκομαι στην είσοδο του Wonder Bar και τσεκάρω στην αφίσα μπροστά τα live που έρχονται. Πού να’ ναι ο Bruce αυτές τις μέρες; Πού είμαστε εμείς τώρα; βάζω τα χέρια μου για σκιά να δω μέσα. Ένας άνθρωπος που περνάει εκείνη την ώρα και μας βλέπει, μας ρωτάει αν θέλουμε να μας βγάλει μια φωτογραφία μαζί. Me and my man. Of course! Thank you very much. – Ξέρεις, μου λέει ο Mike, θα μπορούσε να είχε πάρει το κινητό και να είχε φύγει… Αποκλείεται. Τι κακό μπορεί να συμβεί τέτοια μέρα έξω από το One Stone Pony…
Είναι κιόλας μεσημέρι ο κόσμος περιμένει να ανοίξουν οι πόρτες του Porta, ώστε να πιάσουν θέση στον κήπο κάτω από τις τέντες για την φημισμένη πίτσα του και να περάσουν ένα ωραίο απόγευμα αγναντεύοντας το μπλε.
Το Porta δεν λεγόταν πάντα έτσι.
Παλιότερα ήταν το Student Prince, που χτυπάει αμέσως καμπανάκι στους φαν του Springsteen – γιατί εκεί, στο Νο 911 της Kingsley Street ο Bruce συνάντησε τον Clarence Clemons – ήταν το 1971.
«Ο Γκάρι Τάλεντ είπε ότι ήξερε έναν τύπο που τον έλεγαν Κλάρενς Κλέμονς, όπως επίσης ότι είχε παίξει μαζί του στους Little Melvin and the Invaders, την τοπική σόουλ μπάντα που εμφανιζόταν στα ‘μαύρα’ κλαμπ μέσα και γύρω από το Άσμπουρι Παρκ. Είπε ότι ο Κλάρενς ήταν σκέτη μαγεία. Το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσε κανείς να τον βρει. Τότε, εντελώς συμπωματικά ο Κλάρενς έπαιζε στο Wonder Bar, στο βόρειο άκρο του Άσμπουρι, την ίδια νύχτα που παίζαμε εμείς στο Student Prince, στις νότιες παρυφές της πόλης. Είχε ήδη ακούσει για μένα και ήρθε με το σαξόφωνό του για να διαπιστώσει προς τι όλη αυτή η φασαρία γύρω από τ’ όνομά μου.
Ήταν μια σκοτεινή και θυελλώδης νύχτα.
Φυσούσε ένας βορειοανατολικός άνεμος που είχε καθαρίσει τους δρόμους. Οι οδοί Ocean και Kingsley ήταν ένας ανεμοδαρμένος, υγρός ερημότοπος με τους φανοστάτες να κροταλίζουν από τον αέρα. Η πόλη ήταν άδεια. Εμείς βρισκόμασταν στη σκηνή και παίζαμε για ένα ολιγάριθμο αλλά θερμό ακροατήριο ,για τους υποστηρικτικούς θαμώνες που είχαν έρθει για να ζεσταθούν, να πιούν ένα ποτό και ν’ ακούσουν λίγη μουσική. Καθώς ο «Μεγάλος» πλησίασε την είσοδο του Prince, μια δυνατή ριπή ανέμου φύσηξε στη λεωφόρο Ocean, ξεκόλλησε την πόρτα του κλαμπ από τους μεντεσέδες της και την έριξε στον δρόμο. Το εξέλαβα ως καλό οιωνό. Κοίταξα στο βάθος της αίθουσας και είδα μια μεγάλη μαύρη σιλουέτα να στέκεται στο μισοσκόταδο. Ήταν εκεί! Ο Κινγκ Κέρτις, ο Τζούνιορ Γουόκερ και όλες οι ροκενρόλ φαντασιώσεις μου συνδυασμένες σε πακέτο του ενός! Πλησίασε στη σκηνή και με ρώτησε αν μπορούσε να παίξει μαζί μας. Ανέβηκε στο πάλκο, πήρε θέση στα δεξιά μου και εξαπέλυσε έναν τόνο που ακούστηκε σαν μια δύναμη της φύσης να ξεχυνόταν από το πνευστό του: ήταν μεγάλος, πυκνός και ακατέργαστος και δεν έμοιαζε με τίποτε που είχα ακούσει μέχρι τότε…»
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία και σε αυτό ακριβώς το σημείο της rock n roll Ιστορίας στεκόμαστε τώρα εμείς.
Μια στιγμή, έχει κι άλλο. Το 1984 αλλάζει πάλι το όνομα – Καλωσήρθατε στο Xanadu και πάμε να χορέψουμε. Εκεί, στο Xanadu, λέει ο θρύλος είναι που ο Bruce πρόβαρε το Dancing in the Dark μπροστά σε κοινό, να δει αν αρέσει κι αν ο κόσμος χορεύει μαζί του. Φήμες κυκλοφορούν ότι ακόμη και σήμερα όταν σβήσουν τη νύχτα τα φώτα στο Porta και χωρίς να υπάρχει ψυχή μέσα ακούγεται από κάπου να παίζει το Dancing in The Dark και τρελά χοροπηδητά ως την άκρη της πόλης.
Ως την άκρη του ξύλινου πεζόδρομου σίγουρα δεν φτάσαμε ,
γιατί πήγαινε πολύ ακόμη, χέρι-χέρι με τα χιλιόμετρα της αμμουδιάς και του Ατλαντικού, αλλά είχαμε αφήσει πολύ πίσω μας το Convention Hall, αφού περιπλανηθήκαμε στα μαγαζιά και, κατά κάποιο τρόπο στο Διάστημα. Στο Convention Hall ο Bruce είχε δει θρύλους του ροκ να παίζουν. Τους Who, τους Doors, την Janis Joplin… Αργότερα εκεί, έκανε πρόβες με την μπάντα του – οπότε αξίζει να επιστρέψεις για μια μικρή περιπλάνηση ακόμη. Το κάναμε κι αυτό.
Περπατήσαμε ακόμη πολύ στο boardwalk, συναντήσαμε αποφασισμένους για μεγάλες επιδόσεις δρομείς, ποδηλάτες και ποδηλάτισσες, ζευγάρια με μωρά, παιδιά σε ξέφρενα παιχνίδια στην άμμο, σκυλιά με καλούς τρόπους και έναν κύριο μιας κάποιας ηλικίας σε ένα αναπηρικό καρότσι, κι αυτός στην πρωινή του βόλτα, που σταμάτησε να πάρει ανάσα για να συνεχίσει, με ρώτησε πού είναι ο δικός μου σκύλος, του απάντησα πως δεν είχα, γέλασε, τού είπα ότι ερχόμασταν από μακριά, είχε επισκεφθεί Ελλάδα παλιά, είπε, μας χαιρέτησε, συνέχισε τον δρόμο του. Τον έλεγαν Λάρι, μας είπε.
Γυρνώντας πάλι στην άλλη πλευρά του boardwalk, προς την μεγάλη ρόδα του λούνα – παρκ συναντήσαμε το μέλλον.
Τουλάχιστον αυτό που θα μπορούσε να δει η Madam Marie – γιατί ακριβώς εκεί πάνω στην Ocean είναι το κιόσκι της Madam Maire, ή για να το πω πιο σωστά Ο Ναός της Γνώσης. Της Madame Marie που την ξέρουμε από το τραγούδι του Bruce, το 4th of July, Asbury Park (Sandy). Η Madame Marie έχει αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο εδώ με δυο δεκαετίες κοντά, αλλά ο Ναός στέκεται περίφημα στη θέση του, με το μεγάλο μάτι του ορθάνοιχτο και το βλέμμα στον απέραντο ωκεανό και, μαθαίνω, πως εκεί είναι η εγγονή της Madame Marie που έχει το χάρισμα κι εκείνη και μπορεί να σου πει τα μελλούμενα. Όπως λένε κάποιοι που ξέρουν, η Madame Marie τα είχε πει όλα στο νεαρό Bruce που έπαιζε με την κιθάρα του εκεί παραδίπλα, ότι μια μέρα θα γίνει μεγάλος και τρανός και θα γεμίζει τα πιο μεγάλα στάδια και θα τον λατρεύει ολόκληρη η Αμερική – και ο κόσμος όλος, αν το πιστεύεις νεαρέ, του είπε και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα ταξιδεύουν μίλια και μίλια για να σε δουν να παίζεις και κάποιοι Bruce Boy μπορεί να σταματάνε κι εδώ στο Ναό της Γνώσης επειδή εσύ στέκεσαι τώρα εδώ. Κι όμως φίλε μου, κάποιοι προβλέπουν το μέλλον.
Μετά οδηγήσαμε για αρκετή ώρα. Όσο να φτάσουμε από την Ακτή πίσω στο Freehold και στις γειτονιές που o Bruce μεγάλωνε-
άλλωστε όλοι ξέρουμε πως για το καλύτερο παγωτό, πρέπει να πας στο Jersey Freeze και αυτό ακριβώς κάναμε, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του GPS και εκείνη την φωτογραφία του Bruce με τον Bon Jovi με τα παγωτά στα χέρια κάτω από την πινακίδα JERSEY FREEZE- The Best Since 1952. Θα πηγαίναμε ως και με τα πόδια…για εκείνο εν τέλει το αξέχαστο κρέμα/σοκολάτα/σιρόπι βύσσινο soft που θα σου πρότεινε αναμφισβήτητα και με μεγάλο κέφι το Αφεντικό… Καμμιά φορά, λέει, ρωτάει και το κοινό στις συναυλίες ‘Ποιος έχει πάει στο Jersey Freeze;» -εδώ, εδώ, εμείς.
«Τις ζεστές νύχτες με τα παράθυρα του μεγάλου σεντάν μας κατεβασμένα, κατηφορίζαμε πρώτα την οδό Μέιν για να βρεθούμε στις νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης, στην άκρη του Αυτοκινητόδρομου 33, όπου κάναμε την προγραμματισμένη στάση μας στο κιόσκι του παγωτατζίδικου Jersey Freeze. Πηδούσαμε έξω από το αυτοκίνητο και πηγαίναμε στο συρόμενο παράθυρο, όπου μπορούσες να διαλέξεις δυο γεύσεις: προσπαθώντας να διαλέξεις τις μετρούσες: μία …δύο, βανίλια, σοκολάτα. Δεν μου άρεσε καμία απ’ τις δύο, αλλά τρελαινόμουν για τα χωνάκια. Ο άνθρωπος πίσω από τον πάγκο φύλαγε τα σπασμένα ή τα ελαφρώς θρυμματισμένα και μας τα πουλούσε για πέντε σεντς το καθένα, ή μου έδινε ένα δωρεάν. Η αδελφή μου κι εγώ καθόμασταν στην οροφή του αυτοκινήτου σιωπηλοί κι εκστατικοί, με την υγρασία του Τζέρσεϊ να πνίγει κάθε άλλον ήχο της νύχτας…
… Πενήντα εννέα, ’60, ’61, ’62 , ’63 …
Αναπολώ εκείνα τα χρόνια που ακούγονταν παντού τα όμορφα τραγούδια της αμερικανικής λαικής μουσικής. Ήταν η περίοδος της ηρεμίας πριν την καταιγίδα της δολοφονίας του Κένεντι, σε μια ήσυχη Αμερική όπου οι θρήνοι των χαμένων εραστών ταξίδευαν στα ραδιοκύματα. Τα Σαββατοκύριακα, μερικές φορές στην ‘βόλτα’ μας φτάναμε μέχρι την ακτή, τα λούνα παρκ και το πανηγύρι του Ασμπουρι Παρκ, ή στις πιο ήσυχες παραλίες του Μανάσκουαν..»
Θα φτάναμε κι εκεί. Αλλά μας περίμεναν πίσω στο Jersey, στο Ridgewood και η πρόσκληση ήταν ιδανική, από αυτές που δεν θέλεις να χάσεις. Άλλωστε πάντα το κάνουμε, αφήνουμε κάτι για να επιστρέφουμε. Greetings from Asbury Park, ‘till next time.
~ οι αφηγήσεις του Bruce είναι από την αυτοβιογραφία του “Born To Run” που κυκλοφορεί και στα ελληνικά, σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά, από τις εκδόσεις Key Books.