
H εικόνα είναι πάντα εκεί, καρφωμένη στο μυαλό μου.
Χρήστου Λαδά. Ο Πάνος βγαίνει από το ασανσέρ στον όροφό μας, μπαίνει στο γραφείο, εγώ απέναντι από την είσοδο ακριβώς. Είναι φορτωμένος. Δυο μεγάλες τσάντες, η μια στο ένα χέρι, η άλλη στο άλλο. Αγέρωχος όπως πάντα. Πιάσε Μαράκι, μου λέει, να δεις πόσο βαριές είναι. Είναι ασήκωτες. Χαμογελάει. Αφήνει τις τσάντες κάτω.
Ξέρουμε όλοι στο γραφείο ότι έρχεται από την ΕΡΤ, από την εκπομπή. Οι τσάντες είναι γεμάτες δίσκους βινυλίου. Είναι γεμάτες ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Γεμάτες Λαϊκούς Βάρδους.
Και να τώρα, εκείνες οι γεμάτες τσάντες έχουν κι άλλη μία υπόσταση. Έγιναν βιβλίο.
Πάνος Γεραμάνης & «Λαϊκοί Βάρδοι» Στιγμές από τη ζωή τους.
Ζωντάνεψαν στις σελίδες του οι ιστορίες, τα τραγούδια, οι πρωταγωνιστές, η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, απίθανες άγνωστες πτυχές. Όλα με την πολύτιμη ματιά του Πάνου. Την ανεκτίμητη αξία του αυθεντικού.
Έτσι γνώρισα και τη Ναυσικά, την σύντροφο της ζωής του, έναν άνθρωπο υπέροχο!
Δημιουργική πάντα και δραστήρια η Ναυσικά, με μεγάλη καρδιά, που την αγαπώ πολύ. Είναι τύχη να έχεις τέτοιους ανθρώπους στη ζωή σου.
Η Ναυσικά λοιπόν, μαζί με την εκλεκτή Μαριάννα Τζιαντζή, δημοσιογράφο και συγγραφέα έκαναν ένα πολύ σπουδαίο έργο. «Άνοιξαν την πόρτα» και «μπήκαν» στο στούντιο των λαϊκών βάρδων» – μέσα από το αρχείο της ΕΡΤ. Και σαν άλλοι Ιντιάνα Τζόουνς βρέθηκαν μπροστά στον θησαυρό.
Ώρες και ώρες εκπομπής. Τις συνεντεύξεις του Πάνου με τους ανθρώπους του λαϊκού τραγουδιού. Την Ιστορία από πρώτο χέρι. Άνθρωποι που αγαπούσαν τον Πάνο και πιστοί φίλοι της εκπομπής βοήθησαν στην απομαγνητοφώνηση. Οι δυο τους, η Ναυσικά και η Μαριάννα έγραψαν εισαγωγή, κείμενα, σημειώσεις και επιμέλεια.

Ο Πάνος Γεραμάνης με την Βίκυ Μοσχολιού
Και κρατάω τώρα στα χέρια μου, ένα απίστευτο πόνημα, ένα πολύτιμο βιβλίο (εκδόσεις Τόπος) που θα έκανε τον Πάνο μας να χαμογελά.
Όπως γράφει στον πρόλογο – και το ξέρω πολύ καλά – ποτέ ο Πάνος Γεραμάνης δεν επεδίωξε να λάμψει περισσότερο από τους καλεσμένους του. Αντίθετα γύρευε να φέρει στην επιφάνεια το φως, την λάμψη που ο καθένας έκρυβε μέσα του: το πάθος, το μεράκι, τις ελπίδες, τον καημό και τα όνειρα. Μερικές φορές και το σκοτάδι: τα παράπονα τις πίκρες, τις ματαιωμένες φιλοδοξίες.

Με τον Γιάννη Σταματίου, τον “Σπόρο”
Οι Λαϊκοί Βάρδοι, στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, 1990 – 2005) ήταν μια καθημερινή ωριαία απογευματινή εκπομπή. Με πιστούς και φανατικούς ακροατές, σε όλο τον κόσμο.
Θυμάμαι τα τηλέφωνα να χτυπάνε και στην εφημερίδα, στα ΝΕΑ, από Αυστραλία, Γερμανία, Αγγλία, παντού είχε φίλους ο Πάνος. Κάποιοι που άκουγαν την εκπομπή έρχονταν και στην εφημερίδα να τον συναντήσουν. «Κλέβαμε» κι εμείς καμμιά φορά ματιές από το λαϊκό τραγούδι.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης με τον ‘δικό μας, τον δημοσιογράφο Βασίλη Λουμπρίνη, σε μια από τις συναντήσεις του Πάνου με τον Στέλιο. Ο Βασίλης ήταν για τον Πάνο σαν παιδί του. Και από τους ελάχιστους που ήταν εκεί, στις συναντήσεις τους.
Αυτή η προφορική ιστορία του λαϊκού τραγουδιού ξετυλίγεται μέσα από τις εκπομπές στις σελίδες του βιβλίου. Πολύ όμορφα φροντισμένη και απολαυστική στο διάβασμα, όπως είναι χωρισμένη σε κεφάλαια. Της φτώχειας τα παιδιά, Η διασκέδαση στα μαγαζιά, Για το μπoυζούκι και άλλα όργανα, Πανηγύρια, Γυναίκες στο πάλκο, Αμερική περιοδείες στο εξωτερικό, Οι ξεχασμένοι οι αδικημένοι, Μικρές ιστορίες…
Ποιους θα συναντήσεις ;
πολλούς…πρώτα ονόματα, μα και πολλούς ταπεινούς και ξεχασμένους… Τον Καζαντζίδη, την Μαρινέλλα, την Μοσχολιού, την Καίτη Γκρέυ , την Μαίρη Λίντα, την Δούκισσα, την Σωτηρία Μπέλλου (που είναι και στο εξώφυλλο μαζί με τον Πάνο, στη φωτογραφία από την συνέντευξη στο στούντιο), τον Ζαγοραίο, τον Τσαουσάκη, τον Τάκη Μπίνη, τον Μητροπάνο, τον Γιάννη Σταματίου (τον Σπόρο), που χάρη στον Πάνο πήγα στο σπίτι του κι έκανα κι εγώ συνέντευξη, αξέχαστη γνωριμία με τον μοναδικό Σπόρο.

Με τον Νίκο Ξανθόπουλο
Και τον Νίκο Ξανθόπουλο, το παιδί του λαού, που ήταν και φίλος αγαπημένος του πατέρα μου, που πάντα τον θυμόταν.
Ρωτάει τον Νίκο Ξανθόπουλο ο Πάνος :
–Διαβάζεις, Νίκο;
-Πάρα πολύ. Γιατί το μεγάλο πάθος μου ήταν τα βιβλία κι ευλογάω έναν γείτονά μου, έναν τυπογράφο, δεν ξέρω αν ζει, Γεωργούλη τον λέγανε, ο οποίος με μύησε στην αγάπη των βιβλίων. Είχα λοιπόν εγώ μια κατσίκα…
Κι έπαιρνα την κατσίκα και την πήγαινα στο αλσύλλιο στη Νέα Φιλαδέλφεια και την έβοσκα εκεί και μου δάνειζε βιβλία εκείνος ο άνθρωπος και διάβαζα κάθε βράδυ και κάθε μέρα που έβοσκα την κατσίκα έναν τόμο από το Πόλεμος και Ειρήνη, έναν τόμο από τους Αθλίους, έναν τόμο από τους Καραμαζόφ, διάφορα τέτοια. Κι η καημένη η κατσίκα γύρναγε, γύρναγε κι έφτανε ο λαιμός της να πνιγεί στο παλούκι που την είχα δεμένη κι εγώ απορροφημένος δεν έπαιρνα χαμπάρι και μετά το απόγευμα την πήγαινα σπίτι»
Το τηλέφωνο του Πάνου χτυπάει ακόμη, γράφει η Μαριάννα Τζιαντζή. Άνθρωποι από όλη την Ελλάδα, ναυτικοί και ομογενείς από το εξωτερικό παίρνουν και μιλούν με την σύντροφό του, τη Ναυσικά, της λένε ό,τι θα έλεγαν στον Πάνο.
>Πάνος Γεραμάνης & Λαϊκοί Βάρδοι “Στιγμές από την ζωή τους” Γεραμάνη Ναυσικά-Τζιαντζή Μαριάννα. Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ







