
Από πού ν’ αρχίσω, πού να σταματήσω; Τι να πω πρώτα; πού να επανέλθω; Τι να τονίσω, αλλά βασικά το πρώτο – από πού να αρχίσω; Για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
-Από εκεί που πετυχαίνω στον δρόμο (Τσιμισκή);
τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο και κόβω βήμα, παίρνω ανάσα, θέλω να του πω πολλά, σκέφτομαι τα πάντα, δεν λέω τελικά τίποτε. Τα είπε όλα το Φεστιβάλ που τον τίμησε (τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος) – και τον τιμά πάντα γιατί είναι ο μεγάλος Τσε, είναι το ελληνικό σινεμά με ψυχή – που γεμίζει και αίθουσες.
Ο Τσε στο masterclass που έδωσε είπε πολλά που είχαν ενδιαφέρον. Είπε – κατ’ αρχάς για τα Μέγαρα την πρώτη του ταινία, το 1974 που είχε συν-σκηνοθετήσει με τον Σάκη Μανιάτη (και την είχαμε δει πριν από δυο χρόνια και στο Evia Film Project) ότι
«στη Χούντα δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε εύκολα. Υπήρχε, όμως, το κίνητρο. Η ταινία έπρεπε να γίνει πάση θυσία. Με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, έφτασα στον μπάρμπα Παναγή. Ήμουν τυχερός, ο άνθρωπος ήταν λαχείο. Φοβήθηκα ότι όσα μας είχε πει χωρίς την κάμερα δεν θα τα έλεγε ξανά, ή τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο, και τελικά διαψεύστηκα.

Μιλώντας για το Άντε Γεια (1991), είπε ότι στα γυρίσματα ανακάλυψε κάτι στο οποίο έκτοτε διαρκώς επανέρχεται – πώς ό,τι κι αν συμβεί υπάρχει πάντα το σενάριο. Είπε κι αυτό ανάμεσα σε άλλα πολύ ενδιαφέροντα – Έχετε μπροστά σας έναν σκηνοθέτη που έχει καταφέρει να δημιουργήσει επιτυχημένες ταινίες, με τις περισσότερες να έχουν πάει καλά στα ταμεία, ωστόσο ούτε κατά διάνοια είναι δυνατόν να ζήσω οικονομικά από τις ταινίες μου.
-Από το σημείο που μπορώ να πω ποια από τις ελληνικές ταινίες…
(όσες είδα) με κέρδισε, μού μίλησε και ήταν η καλύτερή μου; Και αυτή ήταν – τατάμ, τατάμ – άκου το κύμα….Το Beachcomber του Αριστοτέλη Μαραγκού. Που είχε αλμύρα, θάλασσα, μια απλή ανθρώπινη ιστορία στην καρδιά του σαν τις πολλές ανθρώπινες ιστορίες, όνειρα για ταξίδια, σκιές και κύματα και το σκαρί έτοιμο να βουτήξει. Ρεαλισμός και ποίηση αγκαλιά, που ο σκηνοθέτης δεν φοβήθηκε μην μπάσει από πουθενά νερό – και το πήγε πρίμα, φέρνοντας τους αέρηδες της θάλασσας στην αίθουσα μέσα. Με τα λόγια του Νίκου Καββαδία να ποτίζουν την ταινία, με την ερμηνεία του Χρήστου Πασσαλή να κρατάει το τιμόνι – κι εγώ που την θάλασσα την αγαπώ, πολύ να χαίρομαι.
-Από εκείνο το κορίτσι που το έλεγαν Πάττυ ;
ή Πολύ Κοριτσίστικο Όνομα το Πάττυ, την ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου. Και το κορίτσι που ήταν αστέρι στο τζούντο και τον δάσκαλο, προπονητή της, τον Γιούρι. Πετάχτηκε το μυαλό μου (όχι πως έχει καμία σημασία) στο αν είχε ο Γιώργος Γεωργόπουλος υπόψη του και το περιοδικό, την Πάττυ από τα 70ς, που η Πάττυ κυκλοφορούσε στα περίπτερα – κοριτσίστικο περιοδικό; πιθανό μου φάνηκε, γιατί στη μουσική της ταινίας ακούσαμε και τραγούδια της εποχής (Μαρίνα, ας πούμε σίγουρα και άλλα), την ορίτζιναλ μουσική που βραβεύτηκε κιόλας (βραβείο μουσικής ΕΡΤ) υπέγραφε η Μαριλένα Ορφανού και Σταύρος Μητρόπουλος Ωραία ταινία. Με story και point. Και με την ανατροπή στην αφήγηση που το σινεμά αγαπά και οι θεατές επίσης. Είδαμε, βλέπεις, και αγώνα.
-Από εκεί που αρχίζω να τα βλέπω διπλά;
Τα έβλεπα διπλά, γιατί μπροστά μου είχα τους δίδυμους Νasser, τον Tarzan

και τον Arab, από την Παλαιστίνη, έχοντας μόλις παρακολουθήσει την ταινία τους Once Upon A Time in Gaza. Που την είχαν τελειώσει πριν τον Οκτώβρη του ’23 – όμως αποφάσισαν να μην αλλάξουν πράγματα, όπως είπαν, επειδή ήθελαν να δείξουν πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση στη Γάζα και πριν τη γενοκτονία. Ότι στην Παλαιστίνη ζούσαν τις αγριότητες, την καταπίεση και τον φόβο – Σκέψου, είπαν μετά την προβολή που μείναμε στην αίθουσα να τους ακούσουμε, σκέψου απλά, μόνο αυτό, τίποτε από όλα τα άλλα, να βουίζουν συνέχεια και ασταμάτητα πάνω από το κεφάλι σου όλη μέρα κι όλη νύχτα, drones…Η ταινία τους, το Κάποτε στη Γάζα είχε κάτι Ταραντινικό, πολύ καλούς ηθοποιούς και έναν υπόγειο ρυθμό που κρατούσε τα νήματα της αφήγησης τεντωμένα και το ενδιαφέρον στη σκηνοθετική τους ματιά.
… Από εκεί που η Isabelle Huppert έβαλε στην κουβέντα τον Χίτσκοκ ;
…όταν ο Γιώργος Κρασσακόπουλος την ρώτησε με ποιον σκηνοθέτη που δεν έχει συνεργαστεί ως τώρα (έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς) θα ήθελε να είχε συνεργαστεί και εκείνη απάντησε με τον Χίτσκοκ. Αλλά, είπε χαμογελώντας, δεν είμαι αρκετά ξανθιά για τον Χίτσκοκ. Και κόλλησα κι εγώ μια μικρή ερώτηση δίπλα στου Γιώργου, σε ποια ταινία του Χίτσκοκ. Σκέφτηκε λίγο και απάντησε – το Vertigo. Σκέφτηκα κι εγώ ποια θα της πήγαινε (εκτός από το Vertigo) και κατέληξα – Τα Πουλιά. Ίσως γιατί είχε μείνει η εικόνα στο μυαλό μου, από το πρωί από το μπαλκόνι του City που είχα δει τρεις μεγάλους γλάρους, να ορμάνε από τη θάλασσα στην Κομνηνών και να ανεβαίνουν προς τα λουλουδάδικα ίσως με σκοπό να σταματήσουν στου Λουμίδη για έναν παραδοσιακό ελληνικό από φίνο χαρμάνι.

-Από εκεί που…ο David Lynch είναι (και θα είναι πάντα) παντού;
και οπωσδήποτε στο blender. Wild at Heart και deep in the mystery world σε εκείνο το μυστήριο που δεν ψάχνεις τη λύση, γιατί η λύση και το τέλος της ιστορίας δεν έχουν σημασία μπροστά στο μυστήριο και την διαδρομή – αν και ξέρουμε όλοι ποιος σκότωσε τη Laura Palmer. Και ο Frederick Elmes, o διάσημος διευθυντής φωτογραφίας και από τους σταθερούς συνεργάτες του Lynch – και πολλών άλλων μεγάλων – ήταν στη Θεσσαλονίκη και μίλησε για το πώς ‘υπηρετεί’ το όραμα του σκηνοθέτη και πώς εκμεταλλεύεται δημιουργικά τα απρόοπτα των γυρισμάτων, μέσα από τον φωτισμό ή την κίνηση της κάμερας.

Φυσικά, όλο αυτό ενισχύεται κι από τον ήχο και τη μουσική. Τον Lynch τον ενδιέφερε πάντα το σκοτάδι. Υπήρχαν στιγμές που το αμφισβητούσα αυτό. Του έλεγα: “Ντέιβιντ δεν γίνεται να το κάνουμε τόσο σκοτεινό, δεν θα βλέπει κανείς τίποτα”, αλλά εκείνος επέμενε… Ακόμα και σε ένα πολύ αυστηρό storyboard, ένα τέτοιο ατύχημα μπορεί να δημιουργήσει μια σπουδαία ανατροπή σε σχέση με αυτό που ήταν αρχικά προγραμματισμένο. Αυτή η κουλτούρα της ανατροπής είναι κάτι που μου δίδαξε ο David Lynch.
O Elmes συνεργάζεται σταθερά και με τον Jarmusch. Και χαρακτηριστικό του Jarmusch, είπε, είναι να αφήνει την κάμερα να στέκεται ακίνητη και να το μόνο που επιτρέπει στην αφήγηση να ξεδιπλωθεί είναι η δράση του χαρακτήρα. Το είδαμε ξανά, στην καινούργια του ταινία.

-Οπότε, από τον Jarmusch που ”άνοιξε’ και το Φεστιβάλ ;
Από τον Jim Jarmusch – και το Father Mother Sister Brother, oικογενειακό προσκλητήριο και κάλεσμα αγαπητών, εκλεκτών και έμπρακτα δηλωμένων πιστών της Jarmusch-ικής κινηματογραφίας, δοσμένο σε τρείς διαφορετικές ιστορίες που αποτελούν τη ταινία του Jim. Η πρώτη, αυτή με τον Tom Waits στο ρόλο του πατέρα μπαίνει με θάρρος στις κορυφαίες στιγμές του σκηνοθέτη (και αν έπειθε τον Tom να παίξει κι άλλο, θα ζούσαμε μεγαλεία ). Οι άλλες δύο ιστορίες, με την σειρά που έπαιξαν, πάτησαν λίγο πιο χαμηλά στη γη, που δεν αλλάζει κάτι όμως, γιατί ο Jim είναι δικός μας- από παλιά – ούτε κουβέντα, τελεία.
Και του χρόνου λοιπόν με το Φεστιβάλ Νο 67 ! Το οποίο ως νούμερο ‘τρεντάρει” πολύ, με μια τρέλλα που ξεκίνησε από το tiktok και απλώθηκε παντού, τόσο που το Dictionary.com διάλεξε αυτό το νούμερο – και όχι μια λέξη – το λέει μάλιστα six-seven – σαν την λέξη της χρονιάς για το 2025. Κι αυτό επειδή το έκανε διάσημο τελευταία η Gen Alpha (ποιος άλλος!) μέσα από τα social και στα σχολεία. Ξεκίνησε πιθανώς από το τραγούδι του Skrilla, Doot Doot (6, 7), έπαιξε μπαλίτσα με κάποιους μπασκετμπολίστες, τσίμπησε ιντερνετικά, αλλά μην ψάχνετε, η Gen Alpha κάνει τα δικά της. Βέβαια, του χρόνου, θα έχουμε 2026 – και ελπίζω η λέξη της χρονιάς, να είναι λέξη!
Hidden clue του post (φάε σκόνη Gen Alpha) – είμασταν Θεσσαλονίκη όταν ήταν η συναυλία του Λεξ. Και δεν πήγαμε.







