Ατταλείας 68, στο Αιγάλεω. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, εκεί. Μ.Σάββατο πρωί, στην αυλή.
Το Πάσχα νωρίς (πουλοβεράκι), λαμπάδα λευκή, κορδέλα, λουλούδια. Μ’ αρέσει.
Ο κήπος δεν έχει ανθίσει ακόμη.
Η μεγάλη αγριοτριανταφυλλιά – ακριβώς πίσω – δεν έχει πάρει μπροστά ακόμη, αλλά ετοιμάζει την μεγάλη της έκρηξη. Αναρίθμητα ροζ τριαντάφυλλα θα καλύπτουν σε λίγο το στερέωμα, σκαρφαλώνοντας στα ύψη. Μερικές χρονιές προλάβαιναν το Πάσχα.
Μπροστά της – και κάπως αριστερά όπως κοιτάς αλλά δεν φαίνονται – τριανταφυλλιές κόκκινες, γκρενά και άσπρες, έχουν ήδη κάνει πρόβες, ξέρουν καλά το έργο και ετοιμάζονται για την παράσταση της χρονιάς.
Τώρα (φαντάσου το λίγο) στην άλλη άκρη του κήπου και πιο κοντά στην πράσινη και άσπρη εξώπορτα (ούτε αυτή φαίνεται) το γιασεμί.
Φήμες λένε ότι έφτασε στην Ατταλείας από κάποιον άλλον πλανήτη, ξέμεινε εδώ και έπιασε στο χώμα.
Όσοι περνούσαν από εκεί ήταν αδύνατο να αντισταθούν, ανθισμένο και πλούσιο όπως απλωνόταν.
Έπρεπε να σταματήσουν, να θαυμάσουν με υπέροχα λόγια, να μυρίσουν παίρνοντας βαθιές ανάσες και να κόψουν ένα κλαδάκι οπωσδήποτε να πάρουν μαζί.
Αυτό το γιασεμί, από εκείνα τα χρόνια και ποιος ξέρει από πού (ίσως μόνο ο Νόνος να ήξερε) στέκει ακόμη εκεί. Για να σιγουρευτώ όμως θα περάσω μια μέρα απ αυτές να δω.