Δεύτερη Μέρα των Χριστουγέννων σήμερα και στέλνω ευχές! Μαζί μ’ αυτές και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία που είχε γράψει ο πατέρας μου και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Ελληνόπουλο, 23 Δεκεμβρίου του 1950.
Τότε ο πατέρας κι οι φίλοι του, είχαν φτιάξει κι έναν λογοτεχνικό σύλλογο. Βρίσκω κείμενά του καθώς ανατρέχω σε εκείνα τα παλιά τεύχη. Έγραφε ως Τάκης Παραδείσης και Τιτάνιο Χέρι.
Θυμάμαι πάντα τα παιδικά μου Χριστούγεννα, μέσα από τις πολλές ιστορίες που μου έλεγε. Για τις νύχτες των γιορτών στο νησί ή για τον Κυρ- Αλέξανδρο. Ήταν ακόμη νεαρός όταν έγραφε αυτή:
Χριστούγεννα στο νησί
Σ΄ένα μικρό νησάκι των Κυκλάδων παραμονή Χριστουγέννων.
Στη στεριά, στις ρεματιές, στα φαράγγια, παντού βογγά το ξεροβόρι. Μα η νύχτα είναι άγια. Κι οι απλοϊκοί χριστιανοί του νησιού- φτωχοψαράδες- αγάλλονται. Ξέρουν πως τα τρομαγμένα στοιχειά θα σωπάσουν. Και σώπασαν! Μόνο το σιγανό βοριαδάκι θροΐζει ανάλαφρα στα φυτεμένα λουλούδια και γλυκοφιλά την αρμύρα της θάλασσας. Πάλι γαλήνη στα νερά, πάλι ξεπόρτισμα στη στεριά.
Οι προετοιμασίες δίνουν και παίρνουν. Η φλογέρα στα χειμαδιά γλυκολαλεί κι αλάργα φτάνει τ’ αχολάλημά της ως τον μώλο του λιμανιού. Οι ψαράδες σεργιανούν στο περιγιάλι. Όλοι προαισθάνονται την μεγάλη στιγμή.
Σιγά σιγά σκαρώνει η μενεξεδένια δύση μια δύση πρωτόφαντη. Σε μια κορφή μια τούφα χιόνι σιγόλιωσε και στο ουράνιο τέμπλο προβάλλαν τα φωταστέρια, δειλά κι αυτά, μα φωσφορίζοντας γιομάτα περηφάνεια.
Νύχτωσε βαθιά …
Στο παραγώνι του σπιτιού όλοι αντάμα σιγοκουβεντιάζουν και ο παππούς κάτι διηγιέται στα εγγονάκια του. Όλα χαρούμενα στο σπιτικό. Κι αυτός, ο Τραχύλης, το πιστό σκυλί αγρυπνά και σιγορουθουνίζει εκεί στα πόδια του πατέρα. Όλα προμηνούν τη γέννηση του Χριστού κι οι σκέψεις στριφογυρνούν στη στην ταπεινή, φτωχική μα πολυθρύλητη Βηθλεέμ, στην αγνή φάτνη, στο αστέρι το μαγικό, στους βοσκούς, στους μάγους.
Άξαφνα μια χρυσαστραπή φωτίζει το ξερονήσι κι ξανθές της φλόγες τοξεύουν την γύρω πλάση. «Νύχτα Χριστουγεννιάτικη».
Ένας γλυκός ήχος, μια υπερκόσμια μελωδία, που μοιάζει μ΄ αγγελικό ύμνο απλώνεται μυστηριακή στα λίγα φτωχόσπιτα του νησιού κι ύστερα σ’ όλη τη γη.
Το σκουριασμένο σημαντήρι της εκκλησιάς του Αη Γιώργη, σκορπά με γλυκές νότες το χαρούμενο τραγούδι, το τραγούδι το Χριστουγεννιάτικο, αφήνοντας στις ψυχές τα’ αχνάρια της χαράς και της ευτυχίας και σβήνοντας των καρδιών τις θλίψεις. Άδολοι οι φθόγγοι της χαράς σκορπούν παντού το μήνυμα της λύτρωσης και συνοδεύουν τον μυστικισμό τους από μια ουράνια μοσκοβολάδα που ξεχύνεται συνέχεια σε μυρτιά και λιβάνι.
Κι ο απαλόηχος αρμονικός αγέρας από το σημαντήρι ακούγεται σαν αηδονολάλημα μέσα στη σιγαλιά της νύχτα, φέρνοντας την είδηση της γέννησης του Σωτήρα. Ξημερώνουν Χριστούγεννα.
Τ ι τ ά ν ι ο Χ έ ρ ι