Δεν ήταν τυχαία η συνάντηση. Ήταν για χάρη τους και κάναμε τις απαραίτητες κινήσεις στο πρόγραμμα. Το Letters from the Atlantic το νέο τους άλμπουμ δίνει την ευκαιρία ιδανικά, να μην χάσουμε τους Butcher Brown.
Στέρεο αποτύπωμα στη σύγχρονη τζαζ, που έχει ψηθεί στο hip hop, έχει πλαστεί με το funk, έχει περάσει μια ιδέα από τα beats – αλλά είναι πολύ jazz στην καρδιά και αναβλύζει συναίσθημα, έκρηξη, έμπνευση σε κάθε νότα. Τα 70ς, τα 80ς και το άρτι αφιχθέν δρομολόγιο από τα νέα φρεσκοσπαρμένα τζαζ χωράφια.
Ο Marcus “Tennishu” Tenney, τρομπέτα, σαξόφωνο, MC ανοίγει το βήμα,
μαρκάρει τις στροφές, αλλάζει τέμπο, δίνει χώρους. Είμαι μπροστά – μπροστά (πάλι τρύπωσα of course ) και παρακολουθώ το παιχνίδι στην λεπτομέρεια. Τον λόγο παίρνει η κιθάρα, αυτού του φευγάτου τύπου του Morgan Burrs καθώς τα ντραμς του Corey Fonville κάνουν πολύ περισσότερα από όσα ο ίδιος ο αφήνει να φανούν από το βάθος και ενώ στα πλήκτρα παίζει τρελή κατάσταση.
Η μόνη ατυχία της βραδιάς
είναι ότι λείπει ο DJ Harrison. Κάτι του έτυχε, δεν μπόρεσε να είναι εδώ, μαζί μας, συμβαίνουν αυτά, εξηγεί ο Marcus…Θα μας συναντήσει αργότερα, λέει ο Marcus κι εγώ τον περιμένω ως το φινάλε, αλλά τελικά δεν έρχεται, κρίμα.
Γιατί ο DJ Harrison είναι μεγάλο κεφάλαιο και σε όλα τα δικά του που κάνει, σπουδαίες κυκλοφορίες στην Stones Throw και δράση σοβαρή στην σκηνή της Virginia που είναι πολύ μπροστά σε πολλά μουσικά και πολύ στη τζαζ και στο hiphop. Από τον Harrison νομίζω γνώρισα καλύτερα και τους Butcher Brown.
Από εκείνα τα ίδια μέρη, το Richmond της Virginia είναι και ο McKinley Dixon,
άλλος φοβερός τύπος. O Dixon εξελίσσεται σε μια σχολή από μόνος του, κόβοντας δρόμο από άλλα στιλ, για να στήνει το δικό του σενάριο. Θα έχει σύντομα νέο έργο κι αυτός. Και ήταν εκεί. ‘Άνοιγε’ για τους Butcher Brown.
Άλλη ωραία παρουσία της βραδιάς, η Melanie Charles, που ανέβηκε στη σκηνή, έπαιξε φλογέρα, τραγούδησε με κέφι το Unwind με τους Butcher Brown και ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές – το χαρήκαμε όλοι. Όλο το λάιβ.
Όταν λέω όλοι εννοώ και εκείνοι που έπαιζαν πιο δίπλα bowling, ή οι άλλοι που τσιμπολογούσαν burger και fries αφού το μότο του venue του Brooklyn Bowl είναι: Eat.Drink.Rock.Roll. Το δίχως άλλο, μας καλύπτει.
Μπορεί να αναρωτιέστε τώρα πού εμφανίζεται η Κόρη (και αν εμφανίζεται κάπου αλλού, εκτός από τον τίτλο στο κείμενο).
Λοιπόν ναι. Είχε προηγηθεί στις συναντήσεις μας, νωρίτερα εκείνη τη μέρα, στις μεσημεριανές βόλτες μας στο Williamsburg, όπου η Κόρη του Χασάπη –The Butcher’s Daughter είναι ένα σούπερ all day καφέ/ρέστοραν/μπαρ – γωνία που μας τράβηξε την προσοχή με τα φυτά και τα πράσινα, ροζ χρώματά του. Πλησιάσαμε δειλά, λόγω butcher στο όνομα , που όμως – yes!- στο μενού είναι vegan, χορτοφαγικό, έξυπνο, δελεαστικό. Και καθίσαμε για brunch – τέλειο! Να τρώει ο Χασάπης και στην Κόρη να μην δίνει.